«Τὸ ἐνοχικὸ ὑπόβαθρο μιᾶς ἔκτρωσης».
Του Ὁμοτίμου Καθηγητῆ Ποιμαντικῆς Ψυχολογίας καὶ Ἐξομολογητικῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν,
κ. ‘Ιωάννη Κορναράκη.
Κάποιος φίλος, ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας, μὲ παρεκάλεσε, πρὸ ἀρκετοῦ χρόνου, νὰ ἀσχοληθῶ μὲ ἕνα περίεργο, ὅπως μοῦ εἶπε, ἀλλὰ καὶ συγχρόνως τραγικὸ γεγονός, ποὺ συνέβη σ’ ἕνα συγγενικό του πρόσωπο.
Ἐπρόκειτο γιὰ μία κυρία ἑξήντα περίπου ἐτῶν, ἡ ὁποία εὐρίσκετο σὲ κατάσταση ἔντονου ἄγχους καὶ πανικοῦ, ἀπὸ τὴ στιγμή, ποὺ κρατώντας στὴν ἀγκαλιὰ της τὸ βρέφος τῆς κόρης της, αἰσθάνθηκε τὴν πιεστικὴ ἀνάγκη νὰ πάρη τὸ μαχαίρι νὰ τὸ κατακρεούργηση!
Τὴ στιγμὴ αὐτῆς τῆς παράλογης παρορμήσεώς της ἦταν μόνη στὸ σπίτι της. Ἔλειπε ὁ σύζυγος της ἀλλὰ καὶ οἱ γονεῖς τοῦ βρέφους, οἱ ὁποῖοι ἀπουσίαζαν στὸ ἐξωτερικὸ γιὰ μία ἑβδομάδα Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ εἶχε ἐκείνη τὴν εὐθύνη τῆς φροντίδας του, μέχρι νὰ ἐπιστρέψουν οἱ γονεῖς του στὸ σπίτι τους.
Ἡ κρισιμότητα τῆς στιγμῆς ἐκείνης, γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ βρέφους, τὴν ὑποχρέωσε νὰ ἀπευθυνθεῖ στὸν πλησιέστερο συγγενὴ της, ὁ ὁποῖος καὶ μοῦ ζήτησε νὰ μὲ ἐπισκεφθοῦν τὸ γρηγορότερο, γιὰ μία πρώτη διερεύνηση τῆς παράλογης αὐτῆς παρορμήσεως τῆς κ. Κ.
Κατὰ τὴ συζήτηση μὲ τὴν κ. Κ. πληροφορήθηκα ὅτι ἡ ἴδια ἦταν ἄτεκνη καὶ ἐπειδὴ δὲν μπόρεσε νὰ ἀποκτήση παιδιὰ ἡ ἴδια, υἱοθέτησε ἕνα κορίτσι, ποὺ ἦταν ἀκριβῶς ἡ μητέρα τοῦ σημερινοῦ βρέφους. Ἡ ἀτεκνία τῆς κ. Κ. σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν υἱοθέτηση τῆς κόρης της, ἔστρεψαν ἀμέσως τὴ σκέψη μου σὲ μία παρανοϊκὴ ζηλοτυπία ὡς πιθανὸ αἴτιο τῆς φαντασιώσεως μιᾶς παράλογης παρορμήσεως πράξεως σφαγῆς. Σκέφθηκα ὅτι, ὅ,τι ἐκείνης τῆς ἔλειπε σὲ ὁλόκληρη τὴ ζωή της καὶ μείωνε τὴ γυναικεία εἰκόνα της ἐνώπιον τοῦ ἑαυτοῦ της, δηλ. ἡ μητρότητα τὸ ἔβλεπε μὲ ἔντονη ζηλοτυπία στὸ πρόσωπο τῆς υἱοθετημένης κόρης της, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἀσυνείδητη – φαντασιακὴ ἐκκόλαψη τῆς παράλογης παρορμήσεώς της.
Ἄλλα ἐπειδὴ κάθε πρώτη σκέψη, σὲ παρόμοιες περιπτώσεις, δὲν μπορεῖ νὰ ἀπολυτοποιεῖται αὐτοστιγμεὶ πρὸς εὔκολη κατάληξη σ’ ἕνα μόνο συμπέρασμα πιθανῶς ἀπατηλό, συνέχισα τὴ συζήτηση μὲ τὴν κ. Κ. μὲ τὴν προσδοκία κάποιου ἐρεθίσματος ἐκ μέρους της, ποὺ θὰ μοῦ ἔδινε ἀφορμὴ γιὰ κάποιο πιὸ πιθανὸ συμπέρασμα.
Ἔτσι κατὰ τὴ συνέχεια τῆς συζητήσεώς μας, ἀμφισβητώντας, κάποια στιγμή, μέσα μου (δοκιμαστικῶς) τὴν ἀτεκνία τῆς κ. Κ., τὴν ἐρώτησα, κάπως ἀπότομα·
— Ἔχετε κάνει μήπως παλαιότερα κάποια ἔκτρωση;
Ἐξεπλάγην, ὅταν ἐκείνη μοῦ εἶπεν ἐντελῶς αὐθόρμητα ὅτι εἶχε κάνει δύο ἐκτρώσεις στὴν ἡλικία τῶν δέκα ἑπτὰ ἐτῶν, κατὰ τὴ διάρκεια «προγαμιαίων» σχέσεών της μὲ τὸν νῦν σύζυγό της.
Ἡ κ. Κ. μοῦ παρουσιάσθηκε ὡς ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὸν διάλογό μας, γι’ αὐτὸ καὶ τὴν ἐρώτησα·
— Ἔχετε ἐξομολογηθεῖ αὐτὲς τὶς δύο σας πράξεις στὸν πνευματικό σας;
Μοῦ ἀπάντησε τελείως καθησυχασμένη· «μὰ βέβαια, τώρα μάλιστα ὑστέρα ἀπὸ τόσα χρόνια καὶ μὲ τὴ συγχώρηση ποὺ πῆρα ἀπὸ τὸν πνευματικό μου, τὸ θέμα τῶν δύο ἐκτρώσεων ἔχει ξεχασθεῖ καὶ δὲν μὲ ἀπασχολεῖ καθόλου».
Τὸ θέμα δύο στυγερῶν ἐνσυνείδητων ἐγκληματικῶν πράξεων δὲν ἀπασχολοῦσε πλέον καθόλου, ὑστέρα ἀπὸ τόσα χρόνια τὴν κ. Κ. ἀλλὰ ἀπασχολοῦσε ἀσφαλῶς συνεχῶς τὸν βεβαρημένο ἀσυνείδητο ψυχισμό της, μὲ τὸ «σύμπλεγμα» μιᾶς ἀπωθημένης, καὶ ἕτοιμης πάντοτε νὰ ἐκδικηθῆ (1), γιὰ τὴν ἀπώθησή της αὐτή, ἔνοχης!
Ἄργησε βέβαια, στὴν περίπτωση τῆς κ. Κ. νὰ ἐκδηλωθεῖ πρὸς τὰ ἔξω ἡ ἐκδίκηση αὐτή, ἐπειδὴ δὲν εἶχε βρεθεῖ ἐκείνη ἡ ἴδια ἡ κ. Κ. μέχρι τότε, στὸ συνδυασμένο δίκτυο ἐξωγενῶν καὶ ἐνδογενῶν (ὁμολόγων ψυχοδυναμικῶς) ἐρεθισμάτων, τὰ ὁποῖα θὰ προκαλοῦσαν, μ’ ἕνα ψυχαναγκαστικὸ συμπλεγματικὸ δυναμισμό, ὅπως τώρα, τὴν φαντασιακὴ ἀναβίωση (2), μιᾶς πράξεως σφαγῆς!
Ἄλλα βέβαια, ὅπως προκύπτει ἀπὸ βασικὲς ἀρχὲς τῆς ψυχολογίας τοῦ Jung, τὸ ἀσυνείδητο οὔτε ξεχνᾶ οὔτε ἀπατᾶται. Ἐμεῖς μόνο νομίζουμε ὅτι ξεχνᾶμε, γι’ αὐτὸ καὶ ἀπατώμεθα (3).
—Μὰ δὲν ἐξάλειψε τὸ ἁμάρτημα ἀπὸ τὸν ψυχικό της κόσμο ἡ ἐξομολόγηση τῆς δεκαεπτάχρονης «σφαγέως» καὶ δὲν ἐξουδετέρωσε ἔτσι τὸν ψυχοδυναμισμὸ τῆς ἀπωθήσεως; θὰ ἐρωτοῦσε κάποιος… ἀπατώμενος!
Δὲν γνωρίζουμε φυσικὰ τί εἴδους ἐξομολόγηση ἔγινε καὶ πῶς ἀντιμετώπισε τὴν περίπτωση αὐτὴ ὁ πνευματικός τῆς κ. Κ. Μπορεῖ ὅμως νὰ ὑπενθυμίση κανεὶς στὸ σημεῖο τοῦτο, ὅτι τὰ μεγάλα ἐγκλήματα ὅπως εἶναι οἱ ἐκτρώσεις, ποὺ βιώνονται ὡς σφαγὴ στὸ ἴδιο τὸ σῶμα τοῦ ἐνεργοῦντος τὸ ἔγκλημα ἀποτελοῦν ὑπαρξιακὸ γεγονὸς καθολικῶν διαστάσεων, γι’ αὐτὸ καὶ μιὰ ἐνδεχόμενη, πραγματικὴ θεραπεία θὰ ἀπαιτοῦσε ὁρισμένα μέσα βιωματικῆς καὶ ψυχικῆς ἀσκήσεως, κατὰ τὸ πνεῦμα τῆς ποιμαντικῆς καὶ μυστηριακῆς διακονίας τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε, ἕνα τόσο ὑπαρξιακὸ τραυματικὸ γεγονός, νὰ θεραπευθεῖ (μὲ τὴν οἰκονομία πάντοτε καὶ διὰ τοῦ ἐλέους καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ) μὲ μία ἄλλη ποιότητα παιδαγωγίας καθάρσεως, ὄχι μόνο μιᾶς ἁπλῆς (ἐπιπόλαιης;) ἐξομολογήσεως!
Πάντως στὴν περίπτωση τῆς κ. Κ., παρὰ τὴν ἐξομολόγηση στὸν πνευματικό της, ποὺ τὴν καθησύχαζε, ὡς πρὸς τὶς καταστροφικὲς συνέπειες τῶν δύο ἐκτρώσεών της, οἱ τελευταῖες τὴν «ἐκδικήθηκαν» διττῶς. Πρῶτα – πρῶτα λόγω τῶν δύο αὐτῶν πράξεων σφαγῆς, ἐστέρευσε μέσα της ἡ πηγὴ τῆς μητρότητας ὁριστικά. Καὶ ὕστερα ἡ φαντασίωση μιᾶς ἐπίμονης, ψυχαναγκαστικῆς πιέσεως, ἐπαναλήψεως τῆς σφαγῆς αὐτῆς, σ’ ἕνα βρέφος ποὺ ὄντως ἀγαποῦσε καὶ λάτρευε, ἀναστάτωσε τὸν ψυχικό της κόσμο, μὲ ἰσχυρὸ ἄγχος καὶ πανικὸ καὶ τὴν ἐνέπλεξε σ’ ἕνα ἐξουθενωτικὸ νευρωτικὰ (4) γεγονός.
Δηλαδὴ σ’ ἕνα ὑπαρξιακὸ πρόβλημα μιᾶς ἀποτυχημένης ἀξιολογικῆς (5) ἐπιλογῆς (μεταξύ τῆς ἀξίας μιᾶς ζωῆς ἀφ’ ἑνὸς καὶ ἀφ’ ἑτέρου μιᾶς ἀπαξιωμένης σκοπιμότητας), μὲ ὅλες τὶς συγκρουσιακὲς καὶ ἄλλες παθογόνες ψυχοδυναμικές τῆς συνέπειες.
Ἀναμφίβολα ἡ ἐκκολαφθεῖσα φαντασίωση ἀπειλῆς μίας νέας σφαγῆς, στὴν περίπτωση τῆς κ. Κ. (6), δὲν ἀποτελεῖ μία ψυχικὴ διαταραχὴ μὲ ἀρνητικὸ μόνο χαρακτήρα ἀλλὰ καὶ θετικό. Ἐπειδὴ ἡ φαντασίωση αὐτὴ εἶναι ἕνα ἰσχυρὸ σῆμα κίνδυνου τῆς ἰσορροπίας τοῦ ἀνθρωπίνου ψυχισμοῦ ἀπὸ τὴν διόγκωση (Inflatiοη) τοῦ ἀσυνειδήτου μὲ ἰσχυρὲς πιέσεις ἀπωθουμένων ἐνοχικῶν βιωμάτων.
Τὸ ἴδιο τὸ ἀσυνείδητο, μὲ δική του πρωτοβουλία (7), ἐπιδιώκει τὴν ἀποφόρτισή του, δείχνοντας μὲ τὴ φαντασίωση αὐτὴ τὸ δρόμο τῆς καθάρσεώς του, μέσω μίας ἔντονης, ὅσο καὶ δραματικῆς, συνειδητοποιήσεως, ἀπὸ τὸ φορέα τῆς ἀπωθήσεως τῆς ἐνοχικῆς του εὐθύνης γιὰ τὸ αἴτιο τῆς ἀπωθήσεως αὐτῆς.
Οἱ σκέψεις αὐτὲς μὲ ὁδήγησαν στὴν ἀνάγκη, σὲ μία πρώτη ἐκτίμηση τοῦ προβλήματος τῆς κ. Κ., νὰ προτείνω νὰ δεχθεῖ νὰ ἐπισκεφθεῖ κάποιο εἰδικὸ ἀπὸ τὸ χῶρο τῆς ψυχικῆς ὑγείας, γιὰ μία βραχεία ψυχοθεραπευτικὴ βοήθεια, ἐπειδή, ἐξάλλου, τὸ ἰσχυρό της ἄγχος καὶ ὁ καταλυτικός της πανικός, δικαιολογοῦσαν ὁπωσδήποτε καὶ μία βραχεία φαρμακευτικὴ ἀγωγὴ ἠρεμιστικοῦ – κατασταλτικοῦ χαρακτήρας. Ἄλλα ἡ κ. Κ. ἀρνήθηκε μὲ ἀπόλυτο τρόπο μία τέτοια ὑπόδειξη καὶ ἡ συζήτησή μας καὶ ή συνεργασία μας σταμάτησε ἐκεῖ, ἐπειδὴ δὲν ἤθελε νὰ ἀκούσει τὴ λέξη ψυχίατρος. Πίστευε (8) μὲ βεβαιότητα ὅτι δὲν χρειαζόταν ψυχιατρικὴ βοήθεια.
Ὕστερα ὅμως ἀπὸ τὴν παρέλευση κάποιου χρόνου, ἐζήτησα ἀπὸ τὸ φίλο μου νὰ μὲ πληροφορήσει τί κάνει ἡ συγγενής του μὲ τὸ πρόβλημά της καὶ πῶς τὸ ἀντιμετωπίζει. Ἐντυπωσιάστηκα καὶ πάλι, ὅταν μοῦ εἶπε, ὅτι, λίγες μέρες μετὰ τὴ δική μας συνεργασία, ἡ κ. Κ., εὑρισκόμενη μὲ τὸν σύζυγό της στοὺς διαδρόμους ἑνὸς νοσοκομείου πρὸς ἐπίσκεψη κάποιου ἀσθενοῦς, βλέποντας κάποια στιγμὴ μία πινακίδα ἑνὸς ἰατρικοῦ γραφείου τοῦ νοσοκομείου μὲ τὴ λέξη· ΨΥΧΙΑΤΡΟΣ, ὥρμησε μέσα γιὰ νὰ παραδοθεῖ ἄνευ ὁρῶν στὴ βοήθεια τοῦ ψυχιάτρου, λόγω τῆς συνεχιζόμενης ἀφόρητης ψυχικῆς της ταλαιπωρίας ἀπὸ τὸ ἐξουθενωτικό της ἄγχος καὶ τὸν ἀδάμαστο πανικό της.
Ἀπὸ τὸ ὄντως τραγικὸ αὐτὸ γεγονὸς μπορεῖ κανεὶς νὰ βγάλει πολλὰ ἴσως συμπεράσματα γιὰ τὴν αἰτιολογία του καὶ τὴν ἐπιβαλλόμενη θεραπεία του.
Ὅμως κάτι ποὺ εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικό, γιὰ τὴ δυνατότητα κάποιας ἀποτελεσματικῆς θεραπείας, εἶναι ἡ διαπίστωση ὅτι γιὰ μιὰ τέτοια θεραπεία, ἡ ποιμαντικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἀσκεῖται συνήθως, φαίνεται νὰ εἶναι ἐντελῶς ἀνεπαρκὴς μέχρι ἀνύπαρκτη.
Κανονικὰ ἕνα τέτοιο ἀνθρώπινο – τραυματικὸ γεγονός, ὅπως εἶναι ἡ ἔκτρωση, πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζεται κάτω ἀπὸ τὴν ποιμαντικὴ ἐπιστασία καὶ πρόνοια τοῦ Ἱερέως – ποιμένος, σὲ συνεργασία μὲ ἕνα ἁρμόδιο τοῦ χώρου τῆς ψυχικῆς ὑγείας. Διότι ἡ ἐνδεχόμενη προσφυγὴ τοῦ ἐνδιαφερομένου χριστιανοῦ ἀνθρώπου, ἐρήμην τοῦ ἱερέως πνευματικοῦ του, ἀκόμα καὶ στὸν πιὸ καλοπροαίρετο ψυχίατρο ἤ ψυχοθεραπευτή, μένει οὐσιαστικὰ ἀναποτελεσματική, ἐὰν δὲν ἐκτραπῆ σὲ λύσεις ἐπιδεινώσεως τοῦ προβλήματος (9).
Τὸ τελευταῖο σημαίνει ὅτι γιὰ τὴν ποιμαντικὴ προσπάθεια θεραπείας τῶν ψυχικῶν ἢ ψυχοπαθολογικῶν συνεπειῶν τῆς ἐκτρώσεως, χρειάζεται ἡ συνεργασία τοῦ ποιμαντικοῦ ὀργάνου τῆς Ἐκκλησίας μὲ ἕνα θετικό, ἀπέναντι στὸ θρησκευτικὸ γενικὰ γεγονός, εἰδικό τοῦ χώρου τῆς ψυχικῆς ὑγείας, ὅταν μάλιστα τὰ συμπτώματα μιᾶς ψυχικῆς διαταραχῆς εἶναι σὲ τέτοια ἔνταση, ποὺ τὸ ὄργανο αὐτὸ τῆς Ἐκκλησίας δὲν θὰ μποροῦσε ἀπὸ μόνο του νὰ τὰ ἀντιμετωπίση κατασταλτικὰ γιὰ μία εὐχερέστερη πνευματικὴ βοήθεια (10).
Ἐξάλλου ἡ ἀναγκαιότητα μιᾶς τέτοιας συνεργασίας, σὲ μία τέτοια περίπτωση, ὅπως ἡ σχολιαζόμενη, προκύπτει ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι μία ἔκτρωση, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ ἐκτελεσθεῖ, μεταβάλλεται σὲ παράγοντα διαταραχῆς τῶν ἀξιολογικῶν – πνευματικῶν σχέσεων τοῦ αὐτουργοῦ τῆς ἐκτρώσεως μὲ τὸ δημιουργό του, ἐφόσον ὄχι μόνο αὐτὸς ὁ ἴδιος ἀλλὰ καὶ τὸ συλληφθὲν καὶ ἤδη ἐκριζωθὲν σφαγιαστικῶς, ἀπὸ τὴ σωματικὴ μητρικὴ συνάφεια, ἔμβρυο, ἀνήκουν στὸ δημιουργό τους ὡς προσωπική του ἰδιοκτησία (11).
Αὐτὸς ἄλλωστε εἶναι ὁ λόγος, ποὺ μιὰ ἐνδεχόμενη ἀποκλειστικὴ ἀντιμετώπιση ἀπὸ μόνο τὸν εἰδικό τοῦ χώρου τῆς ψυχικῆς ὑγείας, δημιουργεῖ ἐπιφυλάξεις, σὲ κάθε συνειδητὸ χριστιανό, ὡς πρὸς τὸ ἀναμενόμενο θεραπευτικὸ ἀποτέλεσμα, ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔχει πάντοτε ἐπίγνωση τῆς ἀδιάλυτης πνευματικῆς σχέσεώς του μὲ τὸ δημιουργό του ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ νόμο του, ποὺ καθορίζει τὴν ἀξιολογικὴ ποιότητα τῆς ὑπαρξιακῆς του καταξιώσεως.
Ὁ εἰδικὸς ὅμως τοῦ χώρου τῆς ψυχικῆς ὑγείας συνήθως ἀγνοεῖ αὐτὴ τὴν ἐσώτατη σχέση δημιουργοῦ καὶ δημιουργήματος καὶ κυρίως τὸ ἀξιολογικὸ – ὑπαρξιακὸ νόημά της καὶ γι΄ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ ἀντιληφθεῖ τὶς καθολικὲς διαστάσεις τοῦ προσωπικοῦ – ἐνοχικοῦ του προβληματισμοῦ.
Τὸ ὑπαρξιακὸ – ἀξιολογικὸ δέσιμο δημιουργοῦ καὶ δημιουργήματος ἐξεικονίζεται μὲ ἐξαιρετικὴ σαφήνεια στὸν ΡΛΗ’ Ψαλμὸ καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτό, ὁ Ψαλμὸς αὐτὸς διαφωτίζει καλύτερα τὸ ἐνοχικὸ ὑπόβαθρο μιᾶς σφαγιαστικῆς πράξεως χωρισμοῦ δημιουργοῦ καὶ δημιουργήματος διὰ τῆς ἐκτρώσεως.
Ἂς δοῦμε σ’ ἕνα σύντομο διάγραμμα τὶς διαστάσεις τῶν ὑποδηλούμενων στὸν Ψαλμὸ εὐθυνῶν τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στὸ θεὸ γιὰ τὴν δική του ὕπαρξη, ἀλλὰ καὶ τοῦ σφαγιασθέντος ἐμβρύου.
Στὸ πρῶτο μέρος τοῦ Ψαλμοῦ (στ. 1-5α) ἐξαίρεται ἡ ἄμεση καὶ θαυμαστὴ γνώση ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, τῆς συνολικῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου («Ἰδοὺ Κύριε, σὺ ἔγνως πάντα, τὰ ἔσχατα καὶ τὰ ἀρχαῖα», ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶναι ὁ δημιουργός του («σὺ ἔπλασάς με καὶ ἔθηκας ἐπ’ ἐμὲ τὴν χείρα σου»), ἐνῶ στὴν ἀρχὴ τοῦ δευτέρου μέρους (στ. 7-12) βεβαιώνεται, ἐκ μέρους τοῦ ψαλμωδοῦ, ἡ συνεχὴς καὶ ἀδιάλειπτη σχέση μὲ τὸ Θεὸ δημιουργό του («Ποῦ πορευθῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός σου καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου ποῦ φύγω»;).
Ἡ πραγματικότητα τῆς ἀδιάλειπτης αὐτῆς σχέσεως στηρίζεται στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεός, ὡς δημιουργός τοῦ ἀνθρώπου, γνωρίζει ἄμεσα καὶ διαχρονικὰ ὅλη τὴν ἐξελικτικὴ πορεία τῆς σωματικῆς ἀναπτύξεώς του ἀπὸ τῆς συλλήψεώς του («σὺ ἐκτήσω τοὺς νεφρούς μου, Κύριε, ἀντελάβου μου ἐκ γαστρὸς μητρός μου»).
Τίποτε δὲν ἔμεινε, κατὰ τὴν πορεία τῆς ἐξελίξεως αὐτῆς, κρυφὸ ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ («οὐκ ἐκρύβη τὸ ὀστοῦν μου ἀπό σοῦ, σὺ ἐποίησας ἐν κρυφῇ, καὶ ὑπόστασίς μου ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς») (12).
Ἡ ἀνάπτυξη αὐτὴ ἐνῶ ξεκίνησε ἀπὸ μία ἀκατέργαστη σάρκινη μάζα, κατέληξε στὴν τέλεια (13) δημιουργία ἑνὸς θείου ἐξεικονίσματος (14), καταγραφομένου εὐθὺς ἀμέσως στὸ βιβλίο τοῦ Θεοῦ («τὸ ἀκατέργαστόν μου εἶδον οἱ ὀφθαλμοί σου, καὶ ἐπὶ τὸ βιβλίον τὸ σὸν πάντες γραφήσονται»).
Ἡ ἀπατηλὴ ἑπομένως ἐντύπωση τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὴν προσωπικὴ προβληματική τῆς ἐκτρώσεως, μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, διὰ τῆς λήθης (δηλ. τῆς ἀπωθήσεως), δὲν λύνει τὸ ζωτικὸ – ἐνοχικὸ πρόβλημα τῆς ἀδιάλειπτης σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν κρίση τοῦ θεοῦ. Ὅ,τι γράφεται στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς ὡς «ὕπαρξη», δὲν ξεγράφεται (15) λόγω τῆς ἐκτρώσεως, ἀλλὰ παραμένει ὡς ἀνοιχτὸ χρέος καὶ ὀφειλὴ ἀποδόσεως… λογαριασμοῦ στὸν ἰδιοκτήτη αὐτῆς τῆς ὑπάρξεως, ἐφόσον ἄλλωστε καὶ κατὰ τὸν ἅγ. Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, ὁ Θεὸς εἶναι ὁ μόνος ἀκριβὴς γνώστης, ἀνὰ πᾶσαν στιγμήν, καὶ τοῦ ἀγνώστου (ἀσυνειδήτου) ψυχισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου. «Ὁ Θεὸς τὸ ἀφανὲς κίνημα τῆς ψυχῆς, καὶ τὴν ἀόρατον ὁρμήν, καὶ τὸν λόγον αὐτόν, καθ’ ὅν ὥρμηται ἡ ψυχή, καὶ τὸν τοῦ λόγου σκοπὸν· τουτέστι, τὸ παντὸς πράγματος προεπινοούμενον τέλος βλέπων, κρίνει δικαίως τὰ παρὰ τῶν ἀνθρώπων πραττόμενα»! (16)
—————————————————————-
ΥΠΟΣΗΜΕIΩΣΕΙΣ
1. Σύμφωνα μὲ τὶς γενικὲς ἀρχὲς τῆς Ψυχολογίας τοῦ Βάθους «πᾶν ἀπωθούμενον προβάλλεται» (πρὸς τὰ ἔξω) ἀλλὰ καὶ «πᾶν ἀπωθούμενον ἐκδικεῖται».
Ὁ ψυχίατρος Igor Caruso σημειώνει σχετικὰ ὅτι «τὸ νευρωτικὸν σύμπτωμα εἶναι τιμωρία καὶ ὑπόμνησης εἰς μίαν κατάστασιν συγκρούσεως τῆς συνειδήσεως». (Ψυχανάλυσις καὶ σύνθεσις τῆς ὑπάρξεως. Μετ. Ἀθ. Καραντώνη. Ἀθῆναι 1953, σ. 106).
2. Ἡ ἀναβίωση αὐτὴ κατανοεῖται ὡς ἀσυνείδητη παλινδρόμηση (regresion) τοῦ συνειδητοῦ ἐγὼ στὴν ἑστία τοῦ ἀπωθούμενου συμπλέγματος ἐνοχῆς.
3. C,Jung. Symbole der Wandlung.1952, σ. 105.
4. Κατὰ τὸν ψυχίατρο – ψυχοπαθολόγο J. H. Schultz- «ἡ νεύρωση εἶναι μιὰ ἀσθένεια τῆς προσωπικότητας ποὺ συγκρούεται μὲ τὸν ἑαυτό της».
5. Ἡ νεύρωση βιώνεται πάντοτε ὡς «ἀποστασία ἐκ τῆς ἱεραρχίας τῶν ἀξιῶν» καὶ μάλιστα ὡς «λιποταξία ἐκ τῆς ὑπερφυσικῆς Ἱεραρχίας τῶν ἀξιῶν» (Caruso, ἀνωτ. σσ. 88 καὶ 78 ἀντίστοιχα).
6. «Ὅπου ἐκδηλοῦται ἕν νευρωτικὸν σύμπτωμα ὑπάρχει καὶ μία τάσις πρὸς λύσιν, πρὸς λύτρωσιν», ἐπειδὴ «ἡ νεύρωσις δὲν εἶναι ἁπλῶς μία διαταραχὴ τῆς ψυχικῆς ἰσορροπίας» ἀλλὰ ἐπίσης «μία ἐνεργὸς προσπάθεια πρὸς ἀποκατάστασιν καλύτερης ἰσορροπίας» Caruso, ἀνωτ. σσ. 106 καὶ 149 ἀντίστοιχα).
7. Κατὰ τὸν Jung• «Τὸ ἀσυνείδητο δὲν δρᾶ μόνο ἀντανακλαστικὰ ἀλλὰ καὶ αὐτοτελῶς καὶ ἀποτελεῖ δημιουργικὴ δράση». Γι΄ αὐτὸ ἡ «ἐνστικτώδης ἀποστολὴ τοῦ ἀσυνειδήτου εἶναι νὰ ὁδηγεῖ τὸ συνειδητὸ στὴν ὁμαλὴ καὶ ἀπρόσκοπτη ψυχικὴ ἐξέλιξη»
8. Ἔχει ἐντοπισθεῖ νωρὶς ἡ τάση τοῦ νευρωτικοῦ ἀνθρώπου νὰ θεωρεῖ ὅτι τὸ πρόβλημά του εἶναι ὀργανικὸ – σωματικὸ καὶ ὄχι ψυχικό. Ἔτσι ἐνεργεῖται σωματοποίηση τοῦ προβλήματός του, ὡς ἀσυνείδητος τρόπος ἀπωθήσεως τῶν πραγματικῶν αἰτίων τῆς καταστάσεώς του.
9. Μία ψυχιατρικὴ ἢ ψυχοθεραπευτικὴ ἀγωγὴ «εἴς τινας περιπτώσεις» «ἀποικοδόμει» καὶ ἀποβάλλει διὰ τῆς ἀναλύσεως «τὴν ὑπαρξιακὴν σύγκρουσιν μαζὶ μὲ τὴν θετικήν της πλευρὰν» (Caruso, ἀνωτ. σ. 157). Ὁ ψυχίατρος ἢ ὁ ψυχοθεραπευτὴς ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἀντιληφθῆ τὸ ἀξιολογικὸ πρόβλημα τῆς συγκρούσεως αὐτῆς, ἐνδέχεται νὰ ἐκτίμηση ἐσφαλμένως τὸ νόημά της καὶ νὰ ἀναζήτηση θεραπευτικὲς λύσεις ἄσχετες μὲ τὰ πραγματικά της αἴτια.
10. Ἡ βιβλιογραφία ποὺ ἀφορᾶ σὲ μία τέτοια συνεργασία εἶναι αὐτονόητη στὴν ποιμαντικὴ πρακτικὴ ἑτερόδοξων περιοχῶν. Βλπ. ἐνδεικτικῶς Jane R. Rzepka.
11. Κατὰ τὸν δγ. Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, ὁ ἄνθρωπος «ἔχει τὸ εἶναι δεδανεισμένον», ἑπομένως ἡ ὕπαρξή του ἀνήκει στὸν δημιουργό του (ΡG 90, στ. 893. Πρβλ. καὶ στ. 737).
12. «Ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς» = «εἰς τὸ σκότος τῆς μητρικῆς κοιλίας ὡς εἰς τὰ κατώτατα τῆς γῆς θαμμένη καὶ ἀποκεκρυμμένη» (Π. Τρεμπέλα Τὸ Ψαλτήριον μετὰ συντόμου ἑρμηνείας. Ἀθῆναι 1955, σ. 579).
13. «Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα ὅσα ἐποίησε, καὶ Ἰδοὺ καλὰ λίαν» (Γεν. α’ 31).
14. «Καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτὸν» (Γεν. 1, 17).
15. Κατὰ τὸν ἄγ. Μάξιμο, ὁ ἄνθρωπος «μοῖρα καὶ λέγεται καὶ ἐστι Θεοῦ, διὰ τὸν αὐτοῦ προόντα ἐν τῷ Θεῶ λόγον» (ΡG 90, στ. 1080). Πρὶν δημιουργηθῆ ὁ ἄνθρωπος, ὑπῆρχε στὸ νοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως• «εἰς τοῦτο ἡμᾶς πεποίηκεν ὁ Θεός, ἵνα γενώμεθα θείας κοινωνοὶ φύσεως, καὶ τῆς αὐτοῦ ἀϊδιότητος μέτοχοι» (ΡG 90, στ. 1193). Ἡ ἔκτρωση, ὡς ματαίωση τῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου νὰ φθάση στὴ θέωση, διευρύνει, στὸ μέτρο τῆς ματαιωθείσης αὐτῆς θεώσεως, τὶς διαστάσεις τῆς προσωπικῆς εὐθύνης τοῦ αὐτουργοῦ τοῦ ἐγκλήματος αὐτοῦ.
16. ΡG 91, ΣΤ. 713, 715.