ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Δ΄

ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Δ΄

 

Δ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 1

 

Δ Μακ. 1,1         Φιλοσοφώτατον λόγον ἐπιδείκνυσθαι μέλλων, εἰ αὐτοδέσποτός ἐστι τῶν παθῶν ὁ εὐσεβὴς λογισμός, συμβουλεύσαιμ᾿ ἂν ὑμῖν ὀρθῶς, ὅπως προθύμως προσέχητε τῇ φιλοσοφίᾳ.

Δ Μακ. 1,1                 Επειδή έχω σκοπόν να παρουσιάσω ένα πάρα πολύ σοφόν λόγον, επί του ζητήματος αν ο ευσεβής λογισμός, η κατά Θεόν ορθοφρασύνη, κυριαρχή επί των παθών, θα ήθελα να σας δώσω μίαν ορθήν συμβουλήν· να προσέχετε, δηλαδή, προθύμως εις την φιλοσοφίαν.

Δ Μακ. 1,2         καὶ γὰρ ἀναγκαῖος εἰς ἐπιστήμην παντὶ ὁ λόγος καὶ ἄλλως τῆς μεγίστης ἀρετῆς, λέγω δὴ φρονήσεως, περιέχει ἔπαινον.

Δ Μακ. 1,2                Διότι, βεβαίως, η λογική είναι απαραίτητος δια κάθε πράγμα προς πλήρη γνώσιν. Από δε άλλης επόψεως περιέχει έπαινον της μεγίστης αρετής, εννοώ της φρονήσεως, της ορθοφροσύνης.

Δ Μακ. 1,3         εἰ ἄρα τῶν σωφροσύνης κωλυτικῶν παθῶν ὁ λογισμὸς φαίνεται ἐπικρατεῖν, γαστριμαργίας τε καὶ ἐπιθυμίας,

Δ Μακ. 1,3                Αν λοιπόν ο ευσεβής λογισμός φαίνεται ότι επικρατεί επί των παθών, που παρακωλύουν την σωφροσύνην, δηλαδή επί της λαιμαργίας και της επιθυμίας,

Δ Μακ. 1,4         ἀλλὰ καὶ τῶν τῆς δικαιοσύνης ἐμποδιστικῶν παθῶν κυριεύειν ἀναφαίνεται, οἷον κακοηθείας, καὶ τῶν τῆς ἀνδρείας ἐμποδιστικῶν παθῶν, θυμοῦ τε καὶ πόνου καὶ φόβου.

Δ Μακ. 1,4                αποδεικνύεται ότι κυριαρχεί και επί της κακοηθείας και επί των παθών, που εμποδίζουν την ανδρείαν, δηλαδή κυριαρχεί επί του θυμού, του πόνου και του φόβου.

Δ Μακ. 1,5         πῶς οὖν, ἴσως εἴποιεν ἄν τινες, εἰ τῶν παθῶν ὁ λογισμὸς κρατεῖ, λήθης καὶ ἀγνοίας οὐ δεσπόζει; γελοῖον ἐπιχειροῦντες λέγειν·

Δ Μακ. 1,5                Πως, λοιπόν- ημπορεί να ερωτήσουν μερικοί- εάν ο ευσεβής λογισμός κυριαρχή επί των παθών, δεν κυριαρχεί και επί της λησμοσύνης και της αγνοίας; Η τεθείσα ερώτησις είναι γελοία.

Δ Μακ. 1,6         οὐ γὰρ τῶν ἑαυτοῦ παθῶν ὁ λογισμὸς κρατεῖ, ἀλλὰ τῶν τῆς δικαιοσύνης καὶ ἀνδρείας καὶ σωφροσύνης καὶ φρονήσεως ἐναντίων, καὶ τούτων οὐχ ὥστε αὐτὰ καταλῦσαι, ἀλλ᾿ ὥστε αὐτοῖς μὴ εἶξαι.

Δ Μακ. 1,6                Διότι ο λογισμός δεν είναι κύριος των ιδικών του παθών, αλλά των αντιθέτων προς την δικαιοσύνην και την ανδρείαν, προς την σωφροσύνην και την φρόνησιν. Και μάλιστα οχι εις βαθμόν να τα καταλύη, αλλά εις σημείον να μη υποχωρή εις αυτά.

Δ Μακ. 1,7         πολλαχόθεν μὲν οὖν καὶ ἀλλαχόθεν ἔχοιμ᾿ ἂν ὑμῖν ἐπιδεῖξαι ὅτι αὐτοκράτωρ ἐστὶ τῶν παθῶν ὁ εὐσεβὴς λογισμός.

Δ Μακ. 1,7                Και από άλλα πολλά σημεία θα ημπορούσα να σας δείξω, ότι ο ευσεβής λογισμός είναι κυρίαρχος και εξουσιαστής επί των παθών.

Δ Μακ. 1,8         πολὺ δὲ πλέον τοῦτο ἀποδείξαιμι ἀπὸ τῆς ἀνδραγαθίας τῶν ὑπὲρ ἀρετῆς ἀποθανόντων, Ἐλεαζάρου τε καὶ τῶν ἑπτὰ ἀδελφῶν καὶ τῆς τούτων μητρός. ἅπαντες γὰρ οὗτοι τοὺς ἕως θανάτου πόνους ὑπεριδόντες, ἐπεδείξαντο ὅτι περικρατεῖ τῶν παθῶν ὁ λογισμός.

Δ Μακ. 1,8                Αλλά πολύ περισσότερον θα δείξω τούτο φέρων ως παράδειγμα την ανδραγαθίαν εκείνων, οι οποίοι απέθαναν υπέρ της αρετής, του Ελεαζάρου δηλαδή, των επτά αδελφών και της μητρός των. Διότι αυτοί περιφρονήσαντες τους μέχρι θανάτου πόνους έδειξαν ότι υπερισχύει επί των παθών ο ευσεβής λογισμός.

Δ Μακ. 1,10       τῶν μὲν οὖν ἀρετῶν ἔπεστί μοι ἐπαινεῖν τοὺς κατὰ τοῦτον τὸν καιρὸν ὑπὲρ τῆς καλοκἀγαθίας ἀποθανόντας μετὰ τῆς μητρὸς ἄνδρας, τῶν δὲ τιμῶν μακαρίσαιμ᾿ ἄν.

Δ Μακ. 1,10              Δια τας αρετάς των, λοιπόν, μου δίδεται η ευκαιρία να επαινέσω τους στους καιρούς μας αποθανόντας υπέρ της αρετής άνδρας μαζή με την μητέρα των και να τους καλοτυχίσω δια την τιμήν αυτήν.

Δ Μακ. 1,11       θαυμασθέντες γὰρ ἐκεῖνοι οὐ μόνον ὑπὸ πάντων ἀνθρώπων ἐπὶ τῇ ἀνδρείᾳ καὶ τῇ ὑπομονῇ, ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τῶν αἰκισαμένων, αἴτιοι κατέστησαν τοῦ καταλυθῆναι τὴν κατὰ τοῦ ἔθνους τυραννίδα, νικήσαντες τὸν τύραννον τῇ ὑπομονῇ, ὥστε δι᾿ αὐτῶν καθαρισθῆναι τὴν πατρίδα.

Δ Μακ. 1,11               Διότι εκείνοι εθαυμάσθησαν δια την ανδρείαν και την υπαμονήν των οχι μόνον από όλους τους άλλους ανθρώπους, αλλά και από αυτούς τους δημίους των. Και έγιναν αίτιοι να καταλυθή η επάνω στο έθνος μας τυραννική κυριαρχία, αφού ενίκησαν τον τύραννον με την υπομονήν, ώστε δι’ αυτών των μαρτύρων να καθαρθή η πατρίς από το μόλυσμα.

Δ Μακ. 1,12       ἀλλὰ καὶ περὶ τούτου νῦν αὐτίκα δὴ λέγειν ἐξέσται ἀρξαμένῳ τῆς ὑποθέσεως, ὥσπερ εἴωθα ποιεῖν, καὶ οὕτως εἰς τὸν περὶ αὐτῶν τρέψομαι λόγον δόξαν διδοὺς τῷ πανσόφῳ Θεῷ.

Δ Μακ. 1,12              Αλλά και περί τούτου τώρα αμέσως θα λάβω την ευκαιρίαν να ομιλήσω, αφού αρχίσω τον λόγον μου, όπως συνηθίζω να κάνω, και έτσι θα κάμω λόγον περί αυτών αποδίδων δόξαν στον πάνσοφον Θεόν.

Δ Μακ. 1,13       Ζητοῦμεν δὴ τοίνυν, εἰ αὐτοκράτωρ ἐστὶ τῶν παθῶν ὁ λογισμός.

Δ Μακ. 1,13              Εξετάζομεν, λοιπόν, αν είναι κυρίαρχος επί των παθών ο ευσεβής λογισμός.

Δ Μακ. 1,14       διακρίνομεν δὲ τί ποτέ ἐστι λογισμὸς καὶ τί πάθος, καὶ πόσαι παθῶν ἰδέαι, καὶ εἰ πάντων ἐπικρατεῖ τούτων ὁ λογισμός.

Δ Μακ. 1,14              Διακρίναμεν συγχρόνως, τι περίπου είναι αυτός ο λογισμός και τι είναι το πάθος, και πόσα είναι τα είδη των παθών και εάν κυριαρχή ο λογισμός επί όλων αυτών.

Δ Μακ. 1,15       λογισμὸς μὲν δὴ τοίνυν ἐστὶ νοῦς μετὰ ὀρθοῦ λόγου προτιμῶν τὸν σοφίας βίον.

Δ Μακ. 1,15              Λογισμός, λοιπόν, είναι η νόησις μετά ορθοφροσύνης, η οποία προτιμά τον βίον της σοφίας.

Δ Μακ. 1,16       σοφία δὴ τοίνυν ἐστὶ γνῶσις θείων καὶ ἀνθρωπίνων πραγμάτων καὶ τῶν τούτων αἰτίων.

Δ Μακ. 1,16              Σοφία δε είναι η γνώσις των θείων και των ανθρωπίνων πραγμάτων και των αιτίων των.

Δ Μακ. 1,17       αὕτη δὴ τοίτυν ἐστὶν ἡ τοῦ νόμου παιδεία, δι᾿ ἧς τὰ θεῖα σεμνῶς καὶ τὰ ἀνθρώπινα συμφερόντως μανθάνομεν.

Δ Μακ. 1,17              Αυτή, μάλιστα, είναι η παιδεία, η μόρφωσις, την οποίαν περιέχει ο νόμος του Θεού και δια της οποίας μανθάνομεν ευλαβώς τα θεία και τα ανθρώπινα πράγματα προς το συμφέρον μας.

Δ Μακ. 1,18       τῆς δὲ σοφίας ἰδέαι καθεστήκασι τέσσαρες, φρόνησις καὶ δικαιοσύνη καὶ ἀνδρεία καὶ σωφροσύνη·

Δ Μακ. 1,18              Της σοφίας δε τα είδη είναι τέσσαρα· φρόνησις, δικαιοσύνη, ανδρεία και σωφροσύνη.

Δ Μακ. 1,19       κυριωτάτη δὲ πασῶν ἡ φρόνησις, ἐξ ἧς δὴ τῶν παθῶν ὁ λογισμὸς ἐπικρατεῖ.

Δ Μακ. 1,19              Σημαντικωτάτη από όλας είναι η φρόνησις, από την οποίαν αφορμάται ο λογισμός και επικρατεί επί των παθών.

Δ Μακ. 1,20       παθῶν δὲ φύσεις εἰσὶν αἱ περιεκτικώταται δύο, ἡδονή τε καὶ πόνος· τούτων δὲ ἑκάτερον καὶ περὶ τὸ σῶμα καὶ περὶ τὴν ψυχὴν πέφυκεν.

Δ Μακ. 1,20             Των δε παθών δύο είναι τα κυρίως περιεκτικά και των άλλων· η ηδονή και ο πόνος. Καθένα δε από αυτά συνδέεται εκ φύσεως προς το σώμα και προς την ψυχήν.

Δ Μακ. 1,21       πολλαὶ δὲ καὶ περὶ τὴν ἡδονὴν καὶ τὸν πόνον παθῶν εἰσιν ἀκολουθίαι.

Δ Μακ. 1,21              Γυρω από την ηδονήν και τον πόνον περιστρέφονται πολυάριθμα πάθη.

Δ Μακ. 1,22       πρὸ μὲν οὖν τῆς ἡδονῆς ἐστιν ἐπιθυμία· μετὰ δὲ τὴν ἡδονὴν χαρά.

Δ Μακ. 1,22             Προπορεύεται μέν, λοιπόν, της ηδονής η επιθυμία, ακολουθεί δε η χαρά.

Δ Μακ. 1,23       πρὸ δὲ τοῦ πόνου ἐστὶ φόβος, μετὰ δὲ τὸν πόνον λύπη.

Δ Μακ. 1,23              Προ του πόνου βαδίζει ο φόβος, ακολουθεί δε η λύπη.

Δ Μακ. 1,24       θυμὸς δὲ κοινὸν πάθος ἐστὶν ἡδονῆς καὶ πόνου, ἐὰν ἐννοηθῇ τις ὅτι αὐτῷ περιέπεσεν.

Δ Μακ. 1,24             Ο θυμός είναι ένα μικτόν πάθος ηδονής και πόνου. Το αντιλαμβάνεται κανείς αυτό, εάν προσέξη και κατανόηση, ότι περιέπεσεν εις αυτόν.

Δ Μακ. 1,25       ἐν δὲ τῇ ἡδονῇ ἔνεστι καὶ ἡ κακοήθης διάθεσις, πολυτροπωτάτη πάντων τῶν παθῶν οὖσα.

Δ Μακ. 1,25              Μέσα εις την ηδονήν υπάρχει η κακοήθης διάθεσις, η οποία είναι η περισσότερον πολύπλοκος από όλα τα πάθη.

Δ Μακ. 1,26       κατὰ μὲν τὴν ψυχὴν ἀλαζονεία, καὶ φιλαργυρία καὶ φιλοδοξία καὶ φιλονικία, ἀπιστία καὶ βασκανία·

Δ Μακ. 1,26             Εν σχέσει μεν προς την ψυχήν η αλαζονεία, η φιλαργυρία, η φιλοδοξία, η φιλονεικία, η απιστία και η βασκανία·

Δ Μακ. 1,27       κατὰ δὲ τὸ σῶμα, παντοφαγία καὶ λαιμαργία καὶ μονοφαγία.

Δ Μακ. 1,27              εν σχέσει δέ με το σώμα η παμφαγία, η λαιμαργία, η μονοφαγία.

Δ Μακ. 1,28       καθάπερ οὖν δυοῖν τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς φυτῶν ὄντων ἡδονῆς τε καὶ πόνου, πολλαὶ τούτων τῶν φυτῶν εἰσι παραφυάδες,

Δ Μακ. 1,28             Ως εάν η ηδονή και ο πόνος είναι δύο φυτά του σώματος και της ψυχής υπάρχουν πολλαί παραφυάδες αυτών των φυτών.

Δ Μακ. 1,29       ὧν ἑκάστην ὁ παγγέωργος λογισμὸς περικαθαίρων τε καὶ ἀποκνίζων καὶ περιπλέκων καὶ ἐπάρδων καὶ πάντα τρόπον μεταχέων ἐξημεροῖ τὰς τῶν ἠθῶν καὶ παθῶν ὕλας.

Δ Μακ. 1,29             Καθε μίαν δε από αυτάς τας παραφυάδας ο τα πάντα καλλιεργών λογισμός καθαρίζει ολόγυρα, αφαιρεί τας ακάνθας, την περιπλέκει και την στερεώνει εις στηρίγματα, με κάθε τρόπον την διευθετεί και έτσι εξημερώνει το περιεχόμενον των ηθών και των παθών.

Δ Μακ. 1,30       ὁ γὰρ λογισμὸς τῶν μὲν ἀρετῶν ἐστιν ἡγεμών, τῶν δέ παθῶν αὐτοκράτωρ. Ἐπιθεωρεῖτε τοίνυν πρῶτον διὰ τῶν κωλυτικῶν τῆς σωφροσύνης ἔργων, ὅτι αὐτοδέσποτός ἐστι τῶν παθῶν ὁ λογισμός.

Δ Μακ. 1,30              Διότι ο λογισμός είναι ηγεμών μεν των αρετών, κυρίαρχος δε των παιθών. Παρατηρείτε, λοιπόν, πρώτον δια των έργων, δια των εκ δηλώσεων, που εμποδίζουν την σωφροσύνην, διότι ο λογισμός είναι κυρίαρχός επί των παθών.

Δ Μακ. 1,31       σωφροσύνη δὴ τοίνην ἐστὶν ἐπικράτεια τῶν ἐπιθυμιῶν,

Δ Μακ. 1,31              Σωφροσύνη επομένως είναι η κυριαρχία επί των επιθυμιών.

Δ Μακ. 1,32       τῶν δὲ ἐπιθυμιῶν αἱ μέν εἰσι ψυχικαί, αἱ δὲ σωματικαί, καὶ τούτων ἀμφοτέρων ὁ λογισμὸς ἐπικρατεῖν φαίνεται.

Δ Μακ. 1,32              Από τας επιθυμίας άλλαι μεν είναι ψυχικαί, άλλαι δε σωματικαί. Ο λογισμός παρουσιάζεται ότι επικρατεί και επί τω δύο τούτων ειδών.

Δ Μακ. 1,33       ἐπεὶ πόθεν κινούμενοι πρὸς τὰς ἀπειρημένας τροφὰς ἀποστρεφόμεθα τὰς ἐξ αὐτῶν ἡδονάς; οὐχ ὅτι δύναται τῶν ὀρέξεων ἐπικρατεῖν ὁ λογισμός; ἐγὼ μὲν οἶμαι.

Δ Μακ. 1,33              Αλλά πόθεν κινούμενοι αποστρεφόμεθα τας απηγορευμένας τροφάς και τας εξ αυτών ηδονάς; Τούτο συμβαίνει, διότι ο λογισμός έχει τη δύναμιν να επικρατή επί των ορέξεων. Αυτή είναι η γνώμη μου.

Δ Μακ. 1,34       τοιγαροῦν ἐνύδρων ἐπιθυμοῦντες καὶ ὀρνέων καὶ τετραπόδων καὶ παντοίων βρωμάτων τῶν ἀπηγορευμένων ἡμῖν κατὰ τὸν νόμον ἀπεχόμεθα διὰ τὴν τοῦ λογισμοῦ ἐπικράτειαν.

Δ Μακ. 1,34              Μολονότι, λοιπόν, επιθυμούμεν ιχθύας και πτηνά και τετράποδα και διαφόρους άλλας τροφάς που σύμφωνα με τον Νομον είναι απηγορευμέναι εις ημάς, απέχαμεν όμως από αυτάς λόγω της κυριαρχίας του ευσεβούς λογισμού.

Δ Μακ. 1,35       ἀνέχεται γὰρ τὰ τῶν ὀρέξεων πάθη ὑπὸ τοῦ σώφρονος νοὸς ἀνακαμπτόμενα, καὶ φιμοῦται πάντα τὰ τοῦ σώματος κινήματα τοῦ λογισμοῦ.

Δ Μακ. 1,35              Διότι ο ορθοφρονών νους διώχνει τα πάθη των ορέξεων τα αναχαιτίζει, όπως επίσης φιμώνει και όλας τας σωματικάς ορμάς.

 

 

Δ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 2

 

Δ Μακ. 2,1         Καὶ τί θαυμαστόν; εἰ αἱ τῆς ψυχῆς ἐπιθυμίαι πρὸς τὴν τοῦ κάλλους μετουσίαν ἀκυροῦνται;

Δ Μακ. 2,1                Και διατί είναι άξιον θαυμασμού; Εάν χάνουν την δύναμίν των και ατονούν αι προς απόλαυσιν του κάλλους επιθυμίαι;

Δ Μακ. 2,2         ταύτῃ γοῦν ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ἐπαινεῖται, ὅτι τῷ λογισμῷ καὶ τῇ διανοίᾳ περιεκράτησε τῆς ἡδυπαθείας.

Δ Μακ. 2,2               Τέτοιος είναι ο έπαινος του σώφρονος Ιωσήφ, ότι δηλαδή με τον ευσεβή λογισμόν και την διάνοιαν υπερίσχυσεν εναντίον της ηδυπαθείας.

Δ Μακ. 2,3         νέος γὰρ ὢν καὶ ἀκμάζων πρὸς συνουσιασμὸν ἠκύρωσε τῷ λογισμῷ τὸν τῶν παθῶν οἶστρον.

Δ Μακ. 2,3               Διότι, αν και ήτο νέος και ακμαίος προς συνεύρεσιν με γυναίκα, διέγραψε και έσβησε δια του λογισμού την μανίαν των παθών.

Δ Μακ. 2,4         οὐ μόνον δὲ τὴν τῆς ἡδυπαθείας οἰστρηλασίαν ἐπικρατεῖν ὁ λογισμὸς φαίνεται, ἀλλὰ καὶ πάσης ἐπιθυμίας.

Δ Μακ. 2,4               Φαίνεται δε καθαρά ότι ο λογισμός κυριαρχεί μόνον επάνω εις την φλόγα της λαγνείας, αλλά και επάνω εις κάθε επιθυμίαν.

Δ Μακ. 2,5         λέγει γοῦν ὁ νόμος· οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου οὐδὲ ὅσα τῷ πλησίον σου ἐστίν.

Δ Μακ. 2,5               Λέγει, λοιπόν, ο νόμος του Θεού· δεν θα επιθυμήσης την γυναίκα του άλλου ούτε όσα ανήκουν εις τον άλλον.

Δ Μακ. 2,6         καίτοι ὅτε μὴ ἐπιθυμεῖν ἡμᾶς εἴρηκεν ὁ νόμος, πολὺ πλέον πείσαιμ᾿ ἂν ὑμᾶς ὅτι τῶν ἐπιθυμιῶν κρατεῖν δύναται ὁ λογισμός. – Ὥσπερ καὶ τῶν κωλυτικῶν τῆς δικαιοσύνης παθῶν·

Δ Μακ. 2,6               Και, αφού ο Νομος απηγόρευσε να επιθυμούμεν, πολύ ευκολώτερον δύναμαι να σας πείσω, ότι ο λογισμός ημπορεί να κυριαρχήση επί των επιθυμιών. Ομοίως κάμνει επάνω εις τα πάθη, που εμποδίζουν την δικαιοσύνην.

Δ Μακ. 2,7         ἐπεὶ τίνα τρόπον μονοφάγος τις ὢν τὸ ἦθος καὶ γαστρίμαργος καὶ μέθυσος μεταπαιδεύεται, εἰ μὴ δῆλον ὅτι κύριός ἐστι τῶν παθῶν ὁ λογισμός;

Δ Μακ. 2,7               Αλλως τε με ποίον τρόπον, ενώ κάποιος είναι άνθρωπος παμφάγος, λαίμαργος και μέθυσος, έπειτα μεταβάλλεται; Είναι φανερόν ότι αυτό οφείλεται στον λογισμόν, ο οποίος είναι κύριος επί των παθών.

Δ Μακ. 2,8         αὐτίκα γοῦν τῷ νόμῳ πολιτευόμενος, κἂν φιλάργυρός τις ᾖ, βιάζεται τὸν ἑαυτοῦ τρόπον τοῖς δεομένοις δανείζων χωρὶς τόκων, καὶ τὸ δάνειον τῶν ἑβδομάδων ἐνστασῶν χρεοκοπούμενος.

Δ Μακ. 2,8               Επίσης, εάν βέβαια ένας συμμορφώνεται με τον νόμον, και εάν είναι φιλάργυρος, συμπνίγει το μειονέκτημά του αυτό και δανείζει χωρίς τόκον, εις όσους έχουν ανάγκην, και χάνει μερικές φορές το δάνειόν του μετά πάροδον ωρισμένων εβδομάδων.

Δ Μακ. 2,9         κἂν φειδωλός τις ᾖ, ὑπὸ τοῦ νόμου κρατεῖται διὰ τὸν λογισμὸν μήτε ἐπικαρπολογούμενος τοὺς ἀμητοὺς μήτε ἐπιῤῥωγολογούμενος τοὺς ἀμπελῶνας. – Καὶ ἐπὶ τῶν ἑτέρων ἔστιν ἐπιγνῶναι τοῦτο, ὅτι τῶν παθῶν ἐστιν ὁ λογισμὸς κρατῶν.

Δ Μακ. 2,9               Και εάν είναι κάποιος σφιχτοχέρης, συγκρατείται υπό του Νομου εξ αιτίας του ευσεβούς λογισμού και δεν παίρνει επικαρπίαν κατά την συγκομιδήν, ούτε ποσοστόν επί των σταψυλών των αμπελώνων. Και εις άλλας περιπτώσεις είναι δυνατόν να διαπιστωθή τούτο· ότι δηλαδή ο λογισμός επικρατεί επί των παθών.

Δ Μακ. 2,10       ὁ γὰρ νόμος καὶ τῆς πρὸς γονεῖς εὐνοίας κρατεῖ μὴ καταπροδιδοὺς τὴν ἀρετὴν δι᾿ αὐτοὺς

Δ Μακ. 2,10             Διότι ο Νομος υπερισχύει και από αυτήν ακόμη την αγάπην προς τους γονείς και δεν καταπροδίδει προς χάριν των γονέων την αρετήν.

Δ Μακ. 2,11       καὶ τῆς πρὸς γαμετὴν φιλίας ἐπικρατεῖ διὰ παρανομίαν αὐτὴν ἀπελέγχων.

Δ Μακ. 2,11              Ακόμη δε και απέναντι του δεσμού προς την σύζυγον υπερισχύει και φθάνει μέχρι του σημείου να ελέγχη και κατηγορή αυτήν δια τας παρανομίας της.

Δ Μακ. 2,12       καὶ τῆς τέκνων φιλίας κυριεύει διὰ κακίαν αὐτὰ κολάζων καὶ τῆς φίλων συνηθείας δεσπόζει διὰ πονηρίαν αὐτοὺς ἐξελέγχων.

Δ Μακ. 2,12             Κυριαρχεί και επί της στοργής προς τα τέκνα, αφού επιβάλλει εις αυτά τιμωρίαν δια κάποιαν παράβασιν. Αλλά και από τας σχέσεις και τον δεσμόν προς τους φίλους είναι ανώτερος ο Νομος, και έχει την δύναμιν να χατηγορήση αυτούς δια φαυλότητα.

Δ Μακ. 2,13       καὶ μὴ νομίσητε παράδοξον εἶναι, ὅπου γε καὶ ἔχθρας ὁ λογισμὸς ἐπικρατεῖν δύναται διὰ τὸν νόμον,

Δ Μακ. 2,13              Και μη θεωρήσετε, ότι είναι παράδοξον, όταν δια την τήρησιν του Νομου έχη την δύναμιν ο ευσεβής λογισμός να νικήση και την έχθραν.

Δ Μακ. 2,14       μήτε δενδροτομῶν τὰ ἥμερα τῶν πολεμίων φυτά, τὰ δὲ τῶν ἐχθρῶν τοῖς ἀπολέσασι διασώζων καὶ τὰ πεπτωκότα συνεγείρων.

Δ Μακ. 2,14             Δεν κόπτει κανείς π. χ. τα ήμερα δένδρα των αντιπάλων του, αλλά τουναντίον ο,τι εχθρικόν έχει κρημνισθή βοηθεί να ανεγερθή να διασωθή προς χάριν εκείνων, που το έχουν καταστρέψει.

Δ Μακ. 2,15       Καὶ τῶν βιαιοτέρων δὲ παθῶν ἐπικρατεῖν ὁ λογισμὸς φαίνεται, φιλαρχίας καὶ κενοδοξίας καὶ ἀλαζονείας καὶ μεγαλαυχίας καὶ βασκανίας.

Δ Μακ. 2,15              Είναι φανερόν, ότι ο λογισμός επικρατεί και επί των βιαιοτέρων ακόμη παθών, της φιλαρχίας, της κενοδοξίας, της αλαζονείας, της μεγαλαυχίας, του φθόνου.

Δ Μακ. 2,16       πάντα γὰρ ταῦτα τὰ κακοήθη πάθη ὁ σώφρων νοῦς εἰς ἀγαθὸν προτρέπων ἀπωθεῖται καὶ βιάζεται, ὥσπερ καὶ τὸν θυμόν· καὶ γὰρ τούτου δεσπόζει.

Δ Μακ. 2,16             Διότι όλα αυτά τα κακοήθη πάθη ο σώφρων νους προτρέπει πάντοτε προς το αγαθόν, τα απωθεί βιαίως, όπως επίσης και τον θυμόν, διότι κυριαρχεί και επάνω στον θυμόν.

Δ Μακ. 2,17       θυμούμενός γέ τοι Μωσῆς κατὰ Δαθὰν καὶ Ἀβειρὼν οὐ θυμῷ τι κατ᾿ αὐτῶν ἐποίησεν, ἀλλὰ λογισμῷ τὸν θυμὸν διῄτησεν.

Δ Μακ. 2,17              Ωργίσθη, βέβαια, ο Μωϋσής εναντίον του Δαθάν και του Αβειρών, δεν έκαμε όμως τίποτε κινούμενος από τον θυμόν του, αλλά με τον ορθόν λογισμόν διέλυσε τον θυμόν.

Δ Μακ. 2,18       δυνατὸς γὰρ ὁ σώφρων νοῦς, ὡς ἔφην, κατὰ τῶν παθῶν ἀριστεῦσαι καὶ τὰ μὲν αὐτῶν μεταθεῖναι, τὰ δὲ καὶ ἀκυρῶσαι.

Δ Μακ. 2,18             Διότι ο σώφρων νους έχει δύναμιν, όπως είπα, να αριστεύη στον αγώνα κατά των παθών και άλλα εξ αυτών να μεταβάλλη αλλά δε να τα εξαφανίζη.

Δ Μακ. 2,19       ἐπεὶ διατί ὁ πάνσοφος ἡμῶν πατὴρ Ἰακὼβ τοὺς περὶ Συμεὼν καὶ Λευΐν αἰτιᾶται, μὴ λογισμῷ τοὺς Σικιμίτας ἐθνηδὸν ἀποσφάξαντας λέγων· ἐπικατάρατος ὁ θυμὸς αὐτῶν;

Δ Μακ. 2,19             Αλλως τε, διατί ο πάνσοφος πατήρ μας ο Ιακώβ κατηγορεί τους συντρόφους του Συμεών και του Λευϊ, οι οποίοι απερίσκεπτα κατέσφαξαν εξ ολοκλήρου τους Σικιμίτας; Τους ειπέ· “να είναι κατηραμένος ο θυμός των”.

Δ Μακ. 2,20       εἰ μὴ γὰρ ἐδύνατο τοῦ θυμοῦ ὁ λογισμὸς κρατεῖν, οὐκ ἂν εἶπεν οὕτως.

Δ Μακ. 2,20             Εάν δεν ημπορούσεν ο λογισμός να κυριαρχή επάνω στον θυμόν, δεν θα ωμιλούσεν έτσι ο Ιακώβ.

Δ Μακ. 2,21       ὁπηνίκα γὰρ ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον κατεσκεύασε, τὰ πάθη αὐτοῦ καὶ τὰ ἤθη περιεφύτευσεν.

Δ Μακ. 2,21             Διότι, ότε ο Θεός εδημιούργησε τον άνθρωπον, τον περιέβαλε με τα ίδικά του ιδιώματα και τους ιδικούς του τρόπους.

Δ Μακ. 2,22       ἡνίκα δὲ ἐπὶ πάντων τὸν ἱερὸν ἡγεμόνα νοῦν διὰ τῶν ἔνδον αἰσθητηρίων ἐνεθρόνισε,

Δ Μακ. 2,22             Οτε δε ενεθρόνισε κύριον επί πάντων τον νουν ως ιερόν ηγεμόνα, με την δύναμιν των εσωτερικών αισθητηρίων,

Δ Μακ. 2,23       καί τούτῳ νόμον ἔδωκε, καθ᾿ ὃν πολιτευόμενος βασιλεύσει βασιλείαν σώφρονά τε καὶ δικαίαν καὶ ἀγαθὴν καὶ ἀνδρείαν. –

Δ Μακ. 2,23             έδωκεν εις αυτόν νόμον, σύμφωνα με τον οποίον να πολιτεύεται και να ασκή βασιλείαν σώφρονα, δικαίαν, αγαθήν και ανδρείαν.

Δ Μακ. 2,24       Πῶς οὖν, εἴποι τις ἄν, εἰ τῶν παθῶν ὁ λογισμὸς κρατεῖ, λήθης καὶ ἀγνοίας οὐ κρατεῖ;

Δ Μακ. 2,24             Αλλά ημπορεί να ερωτήση κανείς· Πως αφού κυριαρχεί ο λογισμός επί των παθών, δεν κυριαρχεί εν τούτοις εις την λήθην και εις την άγνοιαν;

 

 

Δ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 3

 

Δ Μακ. 3,1         Ἔστι δέ κομιδῆ γελοῖος ὁ λόγος· οὐ γὰρ τῶν ἑαυτοῦ παθῶν ὁ λογισμὸς ἐπικρατεῖν φαίνεται, ἀλλὰ τῶν σωματικῶν.

Δ Μακ. 3,1                Είναι όλως διόλου γελοία η ερώτησις αυτή. Διότι φαίνεται ότι ο λογισμός δεν επικρατεί επί των ιδικών του παθών, αλλά επί των σωματικών.

Δ Μακ. 3,2         οἷον ἐπιθυμίαν τις οὐ δύναται ἐκκόψαι ἡμῶν, ἀλλὰ μὴ δουλωθῆναι τῇ ἐπιθυμίᾳ δύναται ὁ λογισμὸς παρασχέσθαι.

Δ Μακ. 3,2               Δεν ημπορεί κανείς π. χ. να κόψη από ημάς την επιθυμίαν από την ρίζαν. Είναι εις θέσιν όμως ο λογισμός, να μας παραχωρήση την δύναμιν, ώστε να μη υποδουλωθώμεν εις την επιθυμίαν.

Δ Μακ. 3,3         θυμόν τις οὐ δύναται ἐκκόψαι ἡμῶν τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ τῷ θυμῷ δυνατὸν τὸν λογισμὸν βοηθῆσαι.

Δ Μακ. 3,3                Τον θυμόν δεν ημπορεί κανείς να εκριζώση από την ψυχήν του, αλλά ημπορεί να έλθη ο σώφρων λογισμός βοηθός εναντίον του θυμού.

Δ Μακ. 3,4         κακοήθειάν τις ἡμῶν οὐ δύναται ἐκκόψαι, ἀλλὰ τὸ μὴ καμφθῆναι τῇ κακοηθείᾳ δύναιτ᾿ ἂν ὁ λογισμὸς συμμαχῆσαι.

Δ Μακ. 3,4               Την κακοήθειαν δεν ημπορεί κανείς από ημάς να την εκριζώση, αλλά θα ήτο εις θέσιν ο λογισμός να συμμαχήση με ημάς, ώστε να μη καμφθώμεν από την κακοήθειαν.

Δ Μακ. 3,5         οὐ γὰρ ἐκριζωτὴς τῶν παθῶν ὁ λογισμός ἐστιν, ἀλλ᾿ ἀνταγωνιστής. –

Δ Μακ. 3,5                Διότι ο λογισμός δεν είναι εκριζωτής των παθών, αλλά ανταγωνιστής.

Δ Μακ. 3,6         ἔστι γοῦν τοῦτο διὰ τῆς Δαυὶδ τοῦ βασιλέως δίψης σαφέστερον ἐπιλογίσασθαι.

Δ Μακ. 3,6               Ημπορούμεν να κατανοήσωμεν τούτο σαφέστερα ενθυμούμενοι, εις επιβεβίωσιν, την δίψαν του βασιλέως Δαβίδ.

Δ Μακ. 3,7         ἐπεὶ γὰρ δι᾿ ὅλης ἡμέρας προσβαλὼν τοῖς ἀλλοφύλοις ὁ Δαυὶδ πολλοὺς αὐτῶν ἀπέκτεινε μετὰ τῶν τοῦ ἔθνους στρατιωτῶν,

Δ Μακ. 3,7                Αφού, δηλαδή, ο Δαβίδ κάποτε καθ’ όλον το διάστημα της ημέρας επολέμησε τους αλλοφύλους και πολλούς από αυτούς εφόνευσε μαζή με τους στρατιώτας του κράτους του,

Δ Μακ. 3,8         τότε δὲ γενομένης ἑσπέρας, ἱδρῶν καὶ σφόδρα κεκμηκώς, ἐπὶ τὴν βασίλειον σκηνὴν ἦλθε, περὶ ἣν ὁ πᾶς τῶν προγόνων στρατὸς ἐστρατοπεδεύκει.

Δ Μακ. 3,8               όταν έπεσε το δειλινόν, ενώ ήτο πολύ ιδρωμένος και κατακουρασμένος, ήλθεν εις την βασιλικήν σκηνήν, γύρω από την οποίαν είχε στρατοπεδεύσει όλος ο στρατός της πατρίδος του.

Δ Μακ. 3,9         οἱ μὲν οὖν ἄλλοι πάντες ἐπὶ τὸ δεῖπνον ἦσαν,

Δ Μακ. 3,9               Ολοι οι άλλοι είχαν καθίσει, δια να δειπνήσουν,

Δ Μακ. 3,10       ὁ δὲ βασιλεὺς ὡς μάλιστα διψῶν, καίπερ ἀφθόνους ἔχων πηγάς, οὐκ ἠδύνατο δι᾿ αὐτῶν ἰάσασθαι τὴν δίψαν,

Δ Μακ. 3,10              ο δε βασιλεύς αισθανόμενος υπερβολικήν δίψαν δεν ημπορούσε, μολονότι είχεν εις την διάθεσίν του αφθόνους πηγάς, να κατασβέση με αυτάς την δίψαν του.

Δ Μακ. 3,11       ἀλλά τις αὐτῶν ἀλόγιστος ἐπιθυμία τοῦ παρὰ τοῖς πολεμίοις ὕδατος ἐπιτείνουσα συνέφρυγε καὶ λύουσα κατέφλεγεν.

Δ Μακ. 3,11              Αλλα μία παράλογος επιθυμία, να πίη νερό από την πηγήν των αντιπάλων του, του εξήραινε τα χείλη, τον παρέλυε και τον κατέφλεγε.

Δ Μακ. 3,12       ὅθεν τῶν ὑπασπιστῶν ἐπὶ τῇ τοῦ βασιλέως ἐπιθυμία σχετλιαζόντων, δύο νεανίσκοι στρατιῶται καρτεροὶ καταιδεσθέντες τὴν τοῦ βασιλέως ἐπιθυμίαν, τὰς παντευχίας καθωπλίσαντο καὶ κάλπην λαβόντες ὑπερέβησαν τοὺς τῶν πολεμίων χάρακας,

Δ Μακ. 3,12              Κατόπιν τούτου, επειδή οι υπασπισταί του βασιλέως εξεδήλωσαν λύπην δια την δίψαν του, δύο νεαροί στρατιώται ατρόμητοι σεβασθέντες την επιθυμίαν του βασιλέως, αψού εφόρεσαν τας πανοπλίας των, επήραν μίαν υδρίαν, διέβησαν τα χαρακώματα των εχθρών,

Δ Μακ. 3,13       καὶ λαθόντες τοὺς τῶν πυλῶν ἀκροφύλακας, διεξῄεσαν ἀνερευνώμενοι κατὰ πᾶν τὸ τῶν πολεμίων στρατόπεδον.

Δ Μακ. 3,13              διέφυγαν την προσοχήν των φρουρών των πυλών και διέσχισαν όλον το στρατόπεδον των εχθρών ερευνώντες δια την πηγήν.

Δ Μακ. 3,14       καὶ ἀνευράμενοι τὴν πηγήν, ἐξ αὐτῆς θαῤῥαλέως ἐγέμισαν τῷ βασιλεῖ τὸ ποτόν.

Δ Μακ. 3,14              Αφού δε την ανεκάλυψαν, εγέμισαν από το νερό αυτής με θάρρος την υδρίαν χάριν του βασιλέως.

Δ Μακ. 3,15       ὁ δὲ καίπερ τῷ δίψει διαπυρούμενος, ἐλογίσατο πάνδεινον εἶναι κίνδυνον τῇ ψυχῇ λογισθὲν ἰσοδύναμον ποτὸν αἵματι·

Δ Μακ. 3,15              Εκείνος όμώς, αν και κατεκαίετο από την δίψαν, εθεώρησεν ότι απετέλει φοβερώτατον κίνδυνον δια την ψυχήν του το νερό εκείνο, διότι εσκέφθη ότι ισοδυναμούσε με ίσην ποσότητα αίματος.

Δ Μακ. 3,16       ὅθεν ἀντιθεὶς τῇ ἐπιθυμίᾳ τὸν λογισμὸν ἔσπεισε τὸ πόμα τῷ Θεῷ,

Δ Μακ. 3,16              Δια τούτο αντιπαραθέσας τον ορθόν λογισμόν εις την επιθυμίαν, έχυσε το νερό σπονδήν στον Θεόν.

Δ Μακ. 3,17       δυνατὸς γὰρ ὁ σώφρων νοῦς, ὡς ἔφην, νικῆσαι τὰς τῶν παθῶν ἀνάγκας

Δ Μακ. 3,17              Διότι, όπως είπα, έχει την δύναμιν ο σώφρων νους, να νικήση την βίαν των παθών,

Δ Μακ. 3,18       καὶ σβέσαι τὰς τῶν οἴστρων φλεγμονὰς καὶ τὰς τῶν σωμάτων ἀλγηδόνας καθ᾿ ὑπερβολὴν οὔσας καταπαλαῖσαι καὶ τῇ καλοκαγαθίᾳ τοῦ λογισμοῦ ἀποπτύσαι πάσας τὰς τῶν παθῶν ἐπικρατείας. –

Δ Μακ. 3,18              και να σβήση τον ερεθισμόν, που προκαλούν αι μανίαι· να κατανικήση ακόμη και τας υπερμέτρους του σώματος αλγηδόνας, να αποτινάξη και οιασδήποτε κυριαρχίας των παθών με τον ωραίον και δυνατόν λογισμόν.

Δ Μακ. 3,19       Ἤδη δὲ καὶ ὁ καιρὸς ἡμᾶς καλεῖ ἐπὶ τὴν ἀπόδειξιν τῆς θεωρίας τοῦ σώφρονος λογισμοῦ. –

Δ Μακ. 3,19              Αλλά ο καιρός τώρα μας καλεί, να αποδείξωμεν την θεωρίαν του σώφρονος λογισμού

Δ Μακ. 3,20       Ἐπειδὴ γὰρ βαθεῖαν εἰρήνην διὰ τὴν εὐνομίαν οἱ πατέρες ἡμῶν εἶχον καὶ ἔπραττον καλῶς, ὥστε καὶ τὸν τῆς Ἀσίας βασιλέα Σέλευκον καὶ τὸν Νικάνορα καὶ χρήματα εἰς τὴν ἱερουργίαν αὐτοῖς ἀφορίσαι καὶ τὴν πολιτείαν αὐτῶν ἀποδέχεσθαι,

Δ Μακ. 3,20             Οταν οι πατέρες ημών είχαν αδιατάρακτον ειρήνην λόγω της φιλονομίας των και εζούσαν εν ευτυχία, ώστε και ο βασιλεύς της Ασίας Σέλευκος και ο Νικάνωρ και χρήματα να ξεχωρίσουν προς χάριν των δια την υπηρεσίαν του ναού και την ανεξαρτησίαν των να αποδεχθούν,

Δ Μακ. 3,21       τότε δή τινες πρὸς τὴν κοινὴν νεωτερίσαντες ὁμόνοιαν πολυτρόποις ἐχρήσαντο συμφοραῖς.

Δ Μακ. 3,21              κατά την περίοδον αυτήν μερικοί διαταράξαντες την ομόνοιαν όλων προεκάλεσαν πολλάς και διαφόρους συμφοράς.

 

 

Δ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 4

 

Δ Μακ. 4,1         Σίμων γάρ τις πρὸς Ὀνίαν ἀντιπολιτευόμενος τόν ποτε τὴν ἀρχιερωσύνην ἔχοντα διά βίου, καλὸν καὶ ἀγαθὸν ἄνδρα, ἐπειδὴ πάντα τρόπον διαβάλλων ὑπὲρ τοῦ ἔθνους οὐκ ἴσχυσε κακῶσαι, φυγὰς ᾤχετο τὴν πατρίδα προδώσων.

Δ Μακ. 4,1                Εξηγούμαι· κάποιος Σιμων, ο οποίος αντεπολιτεύετο προς τον Ονίαν που είχε κάποτε ισόβιον την αρχιερωσύνην και ήτο άνθρωπος ενάρετος, επειδή δεν ημπόρεσε, καίτοι τον κατασυκοφαντούσε παντοιοτρόπως χάριν του συμφέροντος τάχα του έθνους, να επιτύχη κάτι κακόν εις βάρος του ‘Ονιου, έφυγε, δια να προδώση την πατρίδα του.

Δ Μακ. 4,2         ὅθεν ἥκων πρὸς Ἀπολλώνιον, τὸν Συρίας τε καὶ Φοινίκης καὶ Κιλικίας στρατηγόν, ἔλεγεν· εὔνους ὢν τοῖς τοῦ βασιλέως πράγμασιν ἥκω

Δ Μακ. 4,2               Προς τον σκοπόν αυτόν προσήλθεν στον Απολλώνιον, τον στρατιωτικόν διοικητήν της Συρίας, της Φοινίκης και της Κιλικίας και του είπε· “έρχομαι με φιλικάς διαθέσεις προς τον βασιλέα

Δ Μακ. 4,3         μηνύσων πολλὰς ἰδιωτικῶν χρημάτων μυριάδας ἐν τοῖς Ἱεροσολύμων γαζοφυλακίοις τεθησαυρίσθαι τοῖς ἱεροῖς μὴ ἐπικοινωνούσας, καὶ προσήκειν ταῦτα Σελεύκῳ τῷ βασιλεῖ.

Δ Μακ. 4,3               να καταγγείλω, ότι εις τα θησαυροφυλάκια των Ιεροσολύμων έχουν αποθησαυρισθή πολλαί μυριάδες ιδιωτικών χρημάτων, που δεν έχουν σχέσιν με τον ιερόν θησαυρόν του ναού, και ότι αυτά δικαιωματικώς ανήκουν στον βασιλέα Σέλευκον”.

Δ Μακ. 4,4         τούτων δὲ ἕκαστα γνοὺς ὁ Ἀπολλώνιος, τὸν μὲν Σίμωνα τῆς εἰς τὸν βασιλέα κηδεμονίας ἐπαινεῖ, πρὸς δὲ τὸν Σέλευκον ἀναβὰς κατεμήνυσε τὸν τῶν χρημάτων θησαυρόν.

Δ Μακ. 4,4               Οταν δε έμαθεν εν λεπτομερείαις αυτά ο Απολλώνιος, επήνεσε τον Σιμωνα δια το ενδιαφέρον του υπέρ του βασιλέως, μετέβη στον Σέλευκον και κατέστησεν εις αυτόν γνωστόν τον θησαυρόν εκείνον των χρημάτων.

Δ Μακ. 4,5         καὶ λαβὼν τὴν περὶ αὐτὸν ἐξουσίαν ταχὺ εἰς τὴν πατρίδα ἡμῶν μετὰ τοῦ καταράτου Σίμωνος καὶ βαρυτάτου στρατοῦ ἀνέβη

Δ Μακ. 4,5               Αφού δε εν συνεχεία επήρε την σχετικήν εξουσίαν, ανήλθε ταχέως εις την πατρίδα μας, συνοδευόμενος από τον επικατάρατον Σιμωνα και οδηγών πολύν και βαρέως ωπλισμένον στρατόν.

Δ Μακ. 4,6         καὶ προσελθὼν ταῖς τοῦ βασιλέως ἐντολαῖς ἥκειν ἔλεγεν, ὅπως τὰ ἰδιωτικὰ τοῦ γαζοφυλακίου λάβοι χρήματα.

Δ Μακ. 4,6               Ελεγε δε ότι ήλθε κατόπιν εντολής του βασιλέως, δια να παραλάβη από το θησαυροφυλάκιον τα ιδιωτικά χρήματα.

Δ Μακ. 4,7         καὶ τοῦ ἔθνους πρὸς τὸν λόγον σχετλιάζοντος ἀντιλέγοντός τε, πάνδεινον εἶναι νομίσαντες, εἰ οἱ τὰς παρακαταθήκας πιστεύσαντες τῷ ἱερῷ θησαυρῷ στερηθήσονται, ὡς οἷόν τε ἦν, ἐκώλυον.

Δ Μακ. 4,7               Ολος ο λαός ηγανάκτησεν εξ αιτίας του γεγονότος αυτού και προέβαλλεν αντιρρήσεις· και επειδή εθεώρησαν μέγα δεινόν, εάν εστερούντο από τα χρήματά των, όσοι τα είχαν εμπιστευθή στο ιερόν θησαυροφυλάκιον, δια τούτο ημπόδιζαν όσον ημπορούσαν τον Απολλώνιον.

Δ Μακ. 4,8         μετὰ ἀπειλῶν δὲ ὁ Ἀπολλώνιος ἀπῄει εἰς τὸ ἱερόν.

Δ Μακ. 4,8               Ο Απολλώνιος παρ’ όλα αυτά κατηυθύνθη με απειλάς προς τον ναόν.

Δ Μακ. 4,9         τῶν δέ ἱερέων μετά γυναικῶν καὶ παιδίων ἐν τῷ ἱερῷ ἱκετευσάντων τὸν Θεὸν ὑπερασπίσαι τοῦ ἱεροῦ καταφρονουμένου τόπου

Δ Μακ. 4,9               Εις τον ναόν όμως οι ιερείς μαζή με τας γυναίκας και τα παιδιά ικέτευαν τον Θεόν να υπερασπίση τον καταφρονούμενον ιερόν τόπον.

Δ Μακ. 4,10       ἀνιόντος τε μετά καθωπλισμένης τῆς στρατιᾶς τοῦ Ἀπολλωνίου πρὸς τὴν τῶν χρημάτων ἁρπαγήν, οὐρανόθεν ἔφιπποι προὐφάνησαν ἄγγελοι περιαστράπτοντες τοῖς ὅπλοις καὶ πολὺν αὐτοῖς φόβον τε καὶ τρόμον ἐνιέντες.

Δ Μακ. 4,10             Ενῷ δε ανέβαινεν ο Απολλώνιος με την πλήρως εξωπλισμένην στρατιάν του, προς τον σκοπόν να αρπάση τα χρήματα, εφάνησαν από τον ουρανόν κατέμπροσθεν των άγγελοι έφιπποι απαστράπτοντές με τα όπλα των, οι οποίοι ενέβαλον εις αυτούς πολύν φόβον και τρόμον.

Δ Μακ. 4,11       καταπεσών γέ τοι ἡμιθανὴς ὁ Ἀπολλώνιος ἐπὶ τὸν πάμφυλον τοῦ ἱεροῦ περίβολον τὰς χεῖρας ἐξέτεινεν εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ μετὰ δακρύων τοὺς Ἑβραίους παρεκάλει, ὅπως περί αὐτοῦ εὐξάμενοι τὸν ἐπουράνιον ἐξευμενίσωνται στρατόν.

Δ Μακ. 4,11              Αφού κατέπεσεν ημιθανής ο Απολλώνιος εις την αυλήν του ναού, την καλουμένην αυλήν όλων των εθνών, ήπλωσε τας χείρας στον ουρανόν και παρακάλει με δάκρυα τους Εβραίους να προσευχηθούν υπέρ αυτού και να εξευμενίσουν το ουράνιον στράτευμα.

Δ Μακ. 4,12       ἔλεγε γὰρ ἡμαρτηκὼς ὥστε καὶ ἀποθανεῖν ἄξιος ὑπάρχειν πᾶσί τε ἀνθρώποις ὑμνήσειν σωθεὶς τὴν τοῦ ἱεροῦ τόπου μακαριότητα.

Δ Μακ. 4,12             Ωμολογούσε δέ, ότι είχεν αμαρτήσει τόσον, ώστε θα ήτο άξιος ακόμη και να αποθάνη, και ότι εάν εσώζετο, θα διαλαλούσε εις όλους τους ανθρώπους την αγιότητα του ιερού χώρου.

Δ Μακ. 4,13       τούτοις ὑπαχθεὶς τοῖς λόγοις Ὀνίας ὁ ἀρχιερεύς, καίπερ ἄλλως εὐλαβηθείς, μήποτε νομίσειεν ὁ βασιλεὺς Σέλευκος ἐξ ἀνθρωπίνης ἐπιβουλῆς καὶ μὴ θείας δίκης ἀνῃρῆσθαι τὸν Ἀπολλώνιον, ηὔξατο περὶ αὐτοῦ.

Δ Μακ. 4,13              Πεισθείς στους λόγους τούτους ο αρχιερεύς Ονίας, φοβηθείς δε εξ άλλου μήπως ο βασιλεύς Σέλευκος νομίση ότι ο Απολλώνιος δεν εφονεύθη από την θείαν δίκην αλλά από επιβουλήν ανθρώπων, προσηυχήθη δι’ αυτόν.

Δ Μακ. 4,14       καὶ ὁ μὲν παραδόξως διασωθεὶς ᾤχετο δηλώσων τῷ βασιλεῖ τὰ συμβάντα αὐτῷ. –

Δ Μακ. 4,14             Και ο στρατηγός, ο κατά παράδοξον τρόπον διασωθείς, έσπευσε να καταστήση γνωστά στον βασιλέα τα συμβάντα εις αυτόν.

Δ Μακ. 4,15       Τελευτήσαντος δὲ Σελεύκου τοῦ βασιλέως διαδέχεται τὴν ἀρχὴν ὁ υἱὸς αὐτοῦ Ἀντίοχος Ἐπιφανής, ἀνὴρ ὑπερήφανος καὶ δεινός,

Δ Μακ. 4,15              Οταν απέθανεν ο βασιλεύς Σέλευκος, τον διεδέχθη εις την αρχήν ο υιός του Αντίοχος ο Επιφανής, άνθρωπος υπερήφανος και σκληρός.

Δ Μακ. 4,16       ὃς καταλύσας τὸν Ὀνίαν τῆς ἀρχιερωσύνης, Ἰάσονα τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ κατέστησεν ἀρχιερέα, συνθέμενον δώσειν,

Δ Μακ. 4,16             Αυτός καθήρεσε τον Ονίαν από το αξίωμα της αρχιερωσύνης και εγκατέστησεν ως αρχιερέα τον αδελφόν του Ιάσωνα, ο οποίος συνεφώνησεν

Δ Μακ. 4,17       εἰ ἐπιτρέψειεν αὐτῷ τὴν ἀρχήν, κατ᾿ ἐνιαυτὸν τρισχίλια ἑξακόσια ἑξήκοντα τάλαντα.

Δ Μακ. 4,17              ότι, εάν του ανέθετε την αρχιερωσύνην, θα του έδιδε κάθε έτος τρεις χιλιάδας εξακόσια εξήκοντα τάλαντα.

Δ Μακ. 4,18       ὁ δὲ ἐπέτρεψεν αὐτῷ καὶ ἀρχιερᾶσθαι καὶ τοῦ ἔθνους ἀφηγεῖσθαι.

Δ Μακ. 4,18             Εκείνος του ανέθεσε την αρχιερωσύνην και την αρχηγίαν του έθνους.

Δ Μακ. 4,19       ὃς καὶ ἐξεδιῄτησε τῶν Ἰουδαίων τὸ ἔθνος καὶ ἐξεπολίτευσεν ἐπὶ πᾶσαν παρανομίαν

Δ Μακ. 4,19             Αυτός έβγαλε τότε το ιουδαϊκόν έθνος από τον προηγούμενον τρόπον της ζωής και έγινε προαγωγός εις κάθε παρανομίαν,

Δ Μακ. 4,20       ὥστε μὴ μόνον ἐπ᾿ αὐτῇ τῇ ἄκρᾳ τῆς πατρίδος ἡμῶν γυμνάσιον κατασκευάσαι, ἀλλὰ καὶ καταλῦσαι τὴν τοῦ ἱεροῦ κηδεμονίαν.

Δ Μακ. 4,20             ώστε οχι μόνον εις την ακρόπολιν της πατρίδος μας να κατασκευάσουν γυμναστήρια, αλλά και να καταργήση την καθιερωμένην φροντίδα δια τον ναόν.

Δ Μακ. 4,21       ἐφ᾿ οἷς ἀγανακτήσασα ἡ θεία δίκη αὐτὸν αὐτοῖς τὸν Ἀντίοχον ἐπολέμωσεν.

Δ Μακ. 4,21             Εξ αιτίας αυτών ηγανάκτησεν η θεία δίκη και έκαμεν εχθρόν των τον ίδιον τον ‘Αντιοχον.

Δ Μακ. 4,22       ἐπειδὴ γὰρ πολεμῶν ἦν κατ᾿ Αἴγυπτον Πτολεμαίῳ, ἤκουσέ τε ὅτι φήμης διαδοθείσης περὶ τοῦ τεθνᾶναι αὐτόν, ὡς ἔνι μάλιστα χαίροιεν οἱ Ἱεροσολυμῖται, ταχέως ἐπ᾿ αὐτοὺς ἀνέζευξεν,

Δ Μακ. 4,22             Ενῷ, δηλαδή, ο Αντίοχος επαλεμούσε κατά του Πτολεμαίου εις την Αίγυπτον και επληροφορήθη ότι Ιεροσολυμίται κατόπιν διαδόσεως φήμης περί του θανάτου του εχαίροντο καθ’ υπερβολήν, μετέβαλε πορείαν και εστράφη εναντίον αυτών.

Δ Μακ. 4,23       καὶ ὡς ἐπόρθησεν αὐτούς, δόγμα ἔθετο ὅπως, εἴ τινες αὐτῶν φάνοιεν τῷ πατρίῳ πολιτευόμενοι νόμῳ, θάνοιεν.

Δ Μακ. 4,23             Αμέσως μόλις τους υπέταξεν εξέδωκε διάταγμα, σύμφωνα με το οποίον ετιμωρούντο με θάνατον όσοι από αυτούς θα ετολμούσαν να φανούν ότι έζούσαν σύμφωνα με τον προγονικόν των Νομον.

Δ Μακ. 4,24       καὶ ἐπεὶ κατὰ μηδένα τρόπον ἴσχυε καταλῦσαι διὰ τῶν δογμάτων τὴν τοῦ ἔθνους εὔνοιαν,

Δ Μακ. 4,24             Και αφού δεν ημπόρεσε με κανένα τρόπον να εξάλείψη την αγάπην των προς την πατρίδα,

Δ Μακ. 4,25       ἀλλὰ πάσας τὰς ἑαυτοῦ ἀπειλὰς καὶ τιμωρίας ἑώρα καταλυομένας, ὥστε καὶ γυναῖκας, ὅτι περιέτεμον τὰ παιδία, μετὰ τῶν βρεφῶν κατακρημνισθῆναι προειδυίας ὅτι τοῦτο πείσονται·

Δ Μακ. 4,25             αλλά αντιθέτως έβλεπε να καταφρονούνται όλαι αι εξαγγελλόμενοι υπ’ αυτού απειλαί και τιμωρίαι εις βαθμόν, ώστε και γυναίκες ακόμη να κατακρημνισθούν μαζή με τα βρέφη των, επειδή εφήρμοζαν εις τα τέκνα των την περιτομήν, αν και εγνώριζαν ότι αυτό θα πάθουν.

Δ Μακ. 4,26       ἐπεὶ οὖν τὰ δόγματα αὐτοῦ κατεφρονεῖτο ὑπὸ τοῦ λαοῦ, αὐτὸς διά βασάνων ἕνα ἕκαστον τοῦ ἔθνους ἠνάγκαζε μιαρῶν ἀπογευομένους τροφῶν ἐξόμνυσθαι τὸν Ἰουδαϊσμόν.

Δ Μακ. 4,26             Επειδή, λοιπόν αι διαταγαί του κατεφρονούντο υπό του λαού, ηνάγκαζε με βασανιστήρια κάθε ένα Ιουδαίον να γίνη εξωμότης, να απαρνηθή τον Ιουδαϊσμόν τρώγων απηγορευμένας τροφάς.

 

 

Δ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 5

 

Δ Μακ. 5,1         Προκαθίσας γέ τοι μετὰ τῶν συνέδρων ὁ τύραννος Ἀντίοχος ἐπί τινος ὑψηλοῦ τόπου καὶ τῶν στρατευμάτων αὐτῷ ἐνόπλων κυκλόθεν παρεστηκότων, παρεκέλευε τοῖς δορυφόροις

Δ Μακ. 5,1                Εγκατασταθείς, λοιπόν, ο τύραννος Αντίοχος εις τόπον υψηλόν και λαβών την πρώτην θέσιν μεταξύ των συμβούλων του, περιστοιχιζόμενος δε από τα ένοπλα στρατεύματά του, έδωκεν εντολήν στους σωματοφύλακάς του,

Δ Μακ. 5,2         ἕνα ἕκαστον τῶν Ἑβραίων ἐπισπᾶσθαι, καὶ κρεῶν ὑείων καὶ εἰδωλοθύτων ἀναγκάζειν ἀπογεύεσθαι·

Δ Μακ. 5,2               να τραβούν ενός εκάστου Ιουδαίου το δέρμα δια να εξαφανίσουν την περιτομήν των, και να τους αναγκάζουν να γεύωνται κρέατα χοιρινά και κρέατα από εκείνα, που προσεφέρθησαν θυσία εις τα είδωλα.

Δ Μακ. 5,3         εἰ δέ τινες μὴ θελήσειαν μιαροφαγῆσαι, τούτους τροχισθέντας ἀναιρεθῆναι.

Δ Μακ. 5,3                Εάν δε μερικοί δεν ήθελαν να φάγουν τροφήν μολυσμένην, να φονεύωνται μέ τον βασανιστικόν τροχόν.

Δ Μακ. 5,4         πολλῶν δὲ συναρπασθέντων εἷς πρῶτος ἐκ τῆς ἀγέλης Ἑβραῖος ὀνόματι Ἐλεάζαρος, τὸ γένος ἱερεύς, τὴν ἐπιστήμην νομικός, καὶ τὴν ἡλικίαν προήκων καὶ πολλοῖς τῶν περὶ τὸν τύραννον διὰ τὴν ἡλικίαν γνώριμος, παρήχθη πλησίον αὐτοῦ. –

Δ Μακ. 5,4               Αφού δε πολλοί συνηρπάσθησαν βιαίως και υπεχώρησαν, ωδηγήθη προς αυτόν κάποιος Εβραίος, πρώτος από το πλήθος, ονόματι Ελεάζαρος, ιερατικού γένους, νομικός ως προς την επιστήμην, και προχωρημένος εις την ηλικίαν, λόγω δε της ηλικίας του γνωστός εις πολλούς από εκείνους, που περιεστοίχιζαν τον τύραννον.

Δ Μακ. 5,5         Καὶ αὐτὸν ἰδὼν ὁ Ἀντίοχος ἔφη·

Δ Μακ. 5,5                Οταν τον αντίκρυσεν ο Αντίοχος του ειπέ·

Δ Μακ. 5,6         ἐγὼ πρὶν ἄρξασθαι τῶν κατὰ σοῦ βασάνων, ὦ πρεσβῦτα, συμβουλεύσαιμ᾿ ἄν σοι ταῦτα, ὅπως ἀπογευσάμενος τῶν ὑείων σώζοιο· αἰδοῦμαι γάρ σου τὴν ἡλικίαν καὶ τὴν πολιάν, ἣν μετὰ τοσοῦτον ἔχων χρόνον οὐ μοι δοκεῖς φιλοσοφεῖν τῇ Ἰουδαίων χρώμενος θρησκείᾳ.

Δ Μακ. 5,6               “εγώ, γέροντα, πριν αρχίσουν εναντίον σου τα βασανιστήρια, θα ήθελα να σου δώσω την εξής συμβουλήν· Να γευθής το χοιρινόν κρέας και να σωθής. Σέβομαι την ηλικίαν σου και τα άσπρα σου μαλλιά, τα οποία, καίτοι από τόσου χρόνου τα έχεις, δεν μου φαίνεται, ότι φιλοσοφείς ορθώς, αφού δέχεσαι την Ιουδαϊκήν θρησκείαν.

Δ Μακ. 5,7         διατί γὰρ τῆς φύσεως κεχαρισμένης καλλίστην τὴν τοῦδε τοῦ ζώου σαρκοφαγίαν βδελύττῃ;

Δ Μακ. 5,7                Διατί, σε παρακαλώ, ενώ αυτή αύτη η φύσις μας έχει χαρίσει την γευστικωτάτην τροφήν του ζώου αυτού, συ την αποστρέφεσαι μετά βδελυγμίας;

Δ Μακ. 5,8         καὶ γὰρ ἀνόητον τοῦτο δοκεῖ, τὸ μὴ ἀπολαύειν τῶν χωρὶς ὀνείδους ἡδέων, καὶ ἄδικον ἀποστρέφεσθαι τὰς τῆς φύσεως χάριτας.

Δ Μακ. 5,8               Τούτο βεβαίως θεωρείται ανόητον, το να μη απολαμβανη, δηλαδή, κανείς κάτι ευχάριστον, που δεν του προσάπτει εντροπήν, αλλά είναι και άδικον, να δείχνη αποστροφήν προς τας δωρεάς της φύσεως.

Δ Μακ. 5,9         σὺ δέ μοι καὶ ἀνοητότερον ποιήσειν δοκεῖς, εἰ κενοδοξῶν περὶ τὸ ἀληθὲς ἔτι κἀμοῦ καταφρονήσεις ἐπὶ τῇ ἰδίᾳ τιμωρίᾳ.

Δ Μακ. 5,9               Αλλά συ, νομίζω, ότι θα κάμης κάτι περισσότερον ανόητον, εάν υπερηφανευόμενος ότι κατέχεις, τάχα, την αλήθειαν, περιφρονήσης ακόμη και εμέ, με συνέπειαν να τιμωρηθής.

Δ Μακ. 5,10       οὐκ ἐξυπνώσεις ἀπὸ τῆς φλυάρου φιλοσοφίας ὑμῶν

Δ Μακ. 5,10              Δεν θα εξυπνήσης από την μωρολόγον θρησκείαν σας;

Δ Μακ. 5,11       καὶ ἀποσκεδάσεις τῶν λογισμῶν σου τὸν λῆρον καὶ ἄξιον τῆς ἡλικίας ἀναλαβὼν νοῦν φιλοσοφήσεις τὴν τοῦ συμφέροντος ἀλήθειαν

Δ Μακ. 5,11              Δεν θα πετάξης μακράν τους ανοήτους συλλογισμούς σου; Δεν θα σκεφθής το αληθινόν συμφέρον σου δεικνύων σύνεσιν και νουν άξιον της ηλικίας σου,

Δ Μακ. 5,12       καὶ προσκυνήσας μου τὴν φιλάνθρωπον παρηγορίαν οἰκτειρήσεις τὸ σεαυτοῦ γῆρας;

Δ Μακ. 5,12              και δεν θα λυπηθής τα γηρατεία σου, ώστε να αποδεχθής και υποταχθής εις την φιλάνθρωπον αυτήν προτροπήν μου;

Δ Μακ. 5,13       καὶ γὰρ ἐνθυμήθητι, ὡς εἰ καί τίς ἐστι τῆσδε τῆς ὑμῶν θρησκείας ἐποπτικὴ δύναμις, συγγνωμονήσει ἄν σοι ἐπὶ πάσῃ τῇ δι᾿ ἀνάγκην γινομένῃ παρανομίᾳ. –

Δ Μακ. 5,13              Στοχάσου ότι, και αν υπάρχη επιτέλους κάποια δύναμις, του εποπτεύει την τήρησιν των υπό της θρησκείας σας διδασκομένων, αυτή θα σε συγχωρήση, διότι παρανομείς εξαναγκαζόμενος”.

Δ Μακ. 5,14       Τοῦτον τὸν τρόπον ἐπὶ τὴν ἔκθεσμον σαρκοφαγίαν ἐποτρύνοντος τοῦ τυράννου, λόγον ᾔτησεν ὁ Ἐλεάζαρος

Δ Μακ. 5,14              Επειτα από μίαν τέτοιαν προτροπήν του τυράννου προς παράνομον κρεωφαγίαν, εζήτησε τον λόγον ο Ελεάζαρος.

Δ Μακ. 5,15       καὶ λαβὼν τοῦ λέγειν ἐξουσίαν ἤρξατο δημηγορεῖν οὕτως·

Δ Μακ. 5,15              Και αφού έλαβε την άδειαν ήρχισε να ομιλή ενώπιόν των ως εξής·

Δ Μακ. 5,16       ἡμεῖς, Ἀντίοχε, θείῳ πεπεισμένοι νόμῳ πολιτεύεσθαι οὐδεμίαν ἀνάγκην βιαιοτέραν εἶναι νομίζομεν τῆς πρὸς τὸν νόμον ἡμῶν εὐπειθείας·

Δ Μακ. 5,16              “Ημείς, Αντίοχε, είμεθα πεπεισμένοι, ότι πρέπει να ζώμεν σύμφωνα προς τον θείον νόμον. Και δεν νομίζομεν ότι υπάρχει κανείς εξωτερικός καταναγκασμός ισχυρότερος από την πρόθυμον υποταγήν μας στον θείον νόμον.

Δ Μακ. 5,17       διὸ δὴ κατ᾿ οὐδένα τρόπον παρανομεῖν ἀξιοῦμεν.

Δ Μακ. 5,17              Δια τούτο κατ’ ουδένα τρόπον δεν κρίνομεν άξιον, να παραβαίνωμεν τον Νομον.

Δ Μακ. 5,18       καίτοι εἰ κατὰ ἀλήθειαν μὴ ἦν ὁ νόμος ἡμῶν, ὡς σὺ ὑπολαμβάνεις, θεῖος, (ἄλλως δὲ νομίζομεν αὐτὸν εἶναι θεῖον) οὐδὲ οὕτως ἐξὸν ἡμῖν ἦν τὴν ἐπὶ τῇ εὐσεβείᾳ δόξαν ἀκυρῶσαι.

Δ Μακ. 5,18              Και αν ακόμη δεν ήτο πράγματι θείος ο ιδικός μας νόμος, όπως συ νομίζεις, και εκ πλάνης, τάχα, ημείς νομίζομεν ότι είναι θείος, και πάλιν δεν θα είχομεν την εξουσίαν να παραβώμεν και να ακυρώσωμεν την πίστιν μας αυτήν περί ευσεβείας.

Δ Μακ. 5,19       μὴ μικρὰν οὖν εἶναι νομίσῃς ταύτην, εἰ μιαροφαγήσαιμεν, ἁμαρτίαν·

Δ Μακ. 5,19              Μη νομίσης, λοιπόν, ότι εάν γευθώμεν μολυσμένην τροφήν, είναι τούτο μικρά αμαρτία.

Δ Μακ. 5,20       τὸ γὰρ ἐν μικροῖς καὶ ἐν μεγάλοις παρανομεῖν ἰσοδύναμόν ἐστιν,

Δ Μακ. 5,20             Διότι το να παρανομή κανείς είτε εις μικρά είτε εις μεγάλα, είναι το ίδιον.

Δ Μακ. 5,21       δι᾿ ἑκατέρου γὰρ ὡς ὁμοίως ὁ νόμος ὑπερηφανεῖται.

Δ Μακ. 5,21              Και εις τας δύο περιπτώσεις ομοίως περιφρονείται ο Νομος.

Δ Μακ. 5,22       χλευάζεις δὲ ἡμῶν τὴν φιλοσοφίαν, ὥσπερ οὐ μετὰ εὐλογιστίας ἐν αὐτῇ βιούντων·

Δ Μακ. 5,22             Ειρωνεύεσαι δε την φιλοσοφίαν μας, επειδή σύμφωνα με αυτήν δεν ζώμεν τάχα με ορθοψροσύνην.

Δ Μακ. 5,23       σωφροσύνην τε γὰρ ἡμᾶς ἐκδιδάσκει ὥστε πασῶν τῶν ἡδονῶν καὶ ἐπιθυμιῶν κρατεῖν καὶ ἀνδρείαν ἐξασκεῖν, ὥστε πάντα πόνον ἑκουσίως ὑπομένειν

Δ Μακ. 5,23             Αλλά αυτή η φιλοσοφία μας διδάσκει την σωφροσύνην, ώστε να κυριαρχώμεν επάνω εις όλας τας ηδονάς και επιθυμίας, και να ασκώμεν την ανδρείαν, ώστε να υπομένωμεν θεληματικά κάθε ταλαιπωρίαν.

Δ Μακ. 5,24       καὶ δικαιοσύνην παιδεύει ὥστε διὰ πάντων τῶν ἠθῶν ἰσονομεῖν καὶ εὐσέβειαν ἐκδιδάσκει, ὥστε μόνον τὸν ὄντα Θεὸν σέβειν μεγαλοπρεπῶς.

Δ Μακ. 5,24             Μας εξασκεί επίσης εις πράξεις δικαιοσύνης, ώστε η όλη συμπεριφορά μας να είναι απονομή του δικαίου. Μας διδάσκει ακόμη την ευσέβειαν, ώστε εις μόνον τον αληθινόν Θεόν να αποδίδωμεν μεγαλοπρεπή λατρείαν.

Δ Μακ. 5,25       διὸ οὐ μιαροφαγοῦμεν· πιστεύοντες γὰρ Θεοῦ καθεστάναι τὸν νόμον οἴδαμεν ὅτι κατὰ φύσιν ἡμῖν συμπαθεῖ νομοθετῶν ὁ τοῦ κόσμου κτίστης·

Δ Μακ. 5,25             Δια τούτο δεν τρώγομεν τροφάς μιαράς. Διότι πιστεύομεν, ότι ο νόμος έχει θεσπισθή από τον Θεόν και γνωρίζομεν ότι νομοθετών ο κτίστης του κόσμου τρέφει κατά φυσικόν λόγον συμπάθειαν προς ημάς

Δ Μακ. 5,26       καὶ τὰ μὲν οἰκειωθησόμενα ἡμῶν ταῖς ψυχαῖς ἐπέτρεψεν ἐσθίειν. τὰ δὲ ἐναντιωθησόμενα ἐκώλυσε σαρκοφαγεῖν.

Δ Μακ. 5,26             και επέτρεψε να τρώγωμεν, όσα πρόκειται να ωφελήσουν τας ψυχάς μας, απηγόρευσεν όμως να δοκιμάζωμεν το κρέας, όσων πρόκειται να μας βλάψη

Δ Μακ. 5,27       τυραννικὸν δὲ οὐ μόνον ἀναγκάζειν ἡμᾶς παρανομεῖν, ἀλλὰ καὶ ἐσθίειν, ὅπως τῇ ἐχθίστῃ ἡμῶν μιαροφαγίᾳ ταύτῃ ἔτι ἐγγελάσῃς.

Δ Μακ. 5,27             Τυραννική αυθαιρεσία δεν είναι μόνον να μας αναγκάζης να παρανομούμεν, αλλά και να τρώγωμεν απηγορευμένα κρέατα, με τον σκοπόν να γελάσης εξευτελιστικώς εις βάρος μας εξ αιτίας της μισητοτάτης εις ημάς αυτής βρώσεως των μιαρών.

Δ Μακ. 5,28       ἀλλ᾿ οὐ γελάσεις κατ᾿ ἐμοῦ τοῦτον τὸν γέλωτα, οὔτε τοὺς ἱεροὺς τῶν προγόνων περὶ τοῦ φυλάξαι τὸν νόμον ὅρκους οὐ παρήσω,

Δ Μακ. 5,28             Αλλά βεβαίως δεν θα γελάσης εις βάρος μου τον ειρωνικόν αυτόν γέλωτα, ούτε εγώ θα παραβώ τους ιερούς όρκους των προγόνων μου, τους αναφερομένους, εις την τήρησιν του Νομου,

Δ Μακ. 5,29       οὐδ᾿ ἂν ἐκκόψειάς μου τὰ ὄμματα καὶ τὰ σπλάγχνα μου τήξειας.

Δ Μακ. 5,29             ακόμη και αν μου βγάλης τα μάτια και λυώσης τα σπλάγχνα μου.

Δ Μακ. 5,30       οὐχ οὕτως εἰμὶ γέρων ἐγὼ καὶ ἄνανδρος ὥστε μοι διὰ τὴν εὐσέβειαν μὴ νεάζειν τὸν λογισμόν.

Δ Μακ. 5,30             Δεν είμαι τόσον γέρων και άνανδρος, ώστε να μη έχω ακμαίον το φρόνημά μου.

Δ Μακ. 5,31       πρὸς ταῦτα τροχοὺς εὐτρέπιζε καὶ τὸ πῦρ ἐκφύσα σφοδρότερον.

Δ Μακ. 5,31              Δια τούτο ετοίμαζε τους τροχούς και αναρρίπιζε το πυρ, ώστε να γίνη ισχυρότερον.

Δ Μακ. 5,32       οὐχ οὕτως οἰκτείρομαι τὸ ἐμαυτοῦ γῆρας ὥστε με δι᾿ ἐμαυτοῦ τὸν πάτριον καταλῦσαι νόμον.

Δ Μακ. 5,32             Δεν αγαπώ και δεν λυπούμαι τόσον πολύ το γήρας μου, ώστε να καταπατήσω εγώ ο ίδιος τον Νομον των πατέρων μου.

Δ Μακ. 5,33       οὐ ψεύσομαί σε, παιδευτὰ νόμε, οὐδὲ φεύξομαί σε οὐδ᾿ ἐξομοῦμαί σε, φίλη ἐγκράτεια,

Δ Μακ. 5,33             Δεν θα σε διαψεύσω, ω νόμε διδάσκαλε. Δεν θα σε εγκαταλείψω, αγαπητή εγκράτεια, ούτε θα καταπατήσω τον όρκον, που έχω δώσει δια σέ!

Δ Μακ. 5,34       οὐδὲ καταισχυνῶ σε, φιλόσοφε λόγε, οὐδὲ ἐξαρνήσομαί σε, ἱερωσύνη τιμία καὶ νομοθεσίας ἐπιστήμη·

Δ Μακ. 5,34             Δεν θα σε εξευτελίσω, φιλόσοφε λογισμέ, ούτε θα σας αρνηθώ, σεμνή ιερωσύνη και επιστήμη της νομοθεσίας!

Δ Μακ. 5,35       οὐδὲ μιανεῖς μου τὸ σεμνὸν γήρως στόμα οὐδὲ νομίμου βίου ἡλικίαν.

Δ Μακ. 5,35             Συ δέ, στόμα μου, δεν θα μολύνης την σεμνήν γεροντικήν μου ηλικίαν, ούτε και το τέλος μιας ζωής αφιερωμένης στον θείον νόμον.

Δ Μακ. 5,36       ἁγνὸν δέ με οἱ πατέρες προσδέξονται μὴ φοβηθέντα σου τὰς μέχρι θανάτου ἀνάγκας.

Δ Μακ. 5,36             Αγνόν θα με δεχθούν οι πατέρες, διότι δεν θα έχω φοβηθή τα θανάσιμα βασανιστήριά σου.

Δ Μακ. 5,37       ἀσεβῶν μὲν γὰρ τυραννήσεις, τῶν δὲ ἐμῶν περὶ τῆς εὐσεβείας λογισμῶν οὔτε διὰ λόγων δεσπόσεις οὔτε δι᾿ ἔργων.

Δ Μακ. 5,37             Συ, Αντίοχε, θα βασιλεύσης επάνω εις ασεβείς· δεν θα κατευθύνης όμως συ τας ιδικάς μου πεποιθήσεις περί ευσεβείας ούτε με τας απειλάς ούτε με τα βάσανα”.

 

 

Δ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 6

 

Δ Μακ. 6,1         Τοῦτον τὸν τρόπον ἀντιῤῥητορεύσαντα ταῖς τοῦ τυράννου παρηγορίαις, παραστάντες οἱ δορυφόροι πικρῶς ἔσυραν ἐπὶ τὰ βασανιστήρια τὸν Ἐλεάζαρον.

Δ Μακ. 6,1                Ετσι απήντησεν εις τας δολίας προτροπάς του τυράννου ο Ελεάζαρος. Και αφού τον επλησίασαν οι στρατιώται, τον έσυραν βαναύσως εις τα βασανιστήρια.

Δ Μακ. 6,2         καὶ πρῶτον μὲν περιέδυσαν τὸν γηραιὸν ἐγκοσμούμενον τῇ περὶ τὴν εὐσέβειαν εὐσχημοσύνῃ·

Δ Μακ. 6,2               Και πρώτον μεν αφήρεσαν τα ενδύματα του γέροντος αυτού, ο οποίος εκοσμείτο με το ευπρεπές ένδυμα της ευσεβείας.

Δ Μακ. 6,3         ἔπειτα περιαγκωνίσαντες ἑκατέρωθεν μάστιξι κατῄκιζον·

Δ Μακ. 6,3               Επειτα, αφού του έδεσαν τους αγκώνας εκατέρωθεν, τον εχτυπούσαν δυνατά με μάστιγας.

Δ Μακ. 6,4         πείσθητι ταῖς τοῦ βασιλέως ἐντολαῖς, ἑτέρωθεν κήρυκος ἐπιβοῶντος.

Δ Μακ. 6,4               Από το άλλο μέρος ο κήρυξ εφώναζεν· “υπάκουσε εις τας εντολάς του βασιλέως”.

Δ Μακ. 6,5         ὁ δὲ μεγαλόφρων καὶ εὐγενὴς ὡς ἀληθῶς Ἐλεάζαρος, ὥσπερ ἐν ὀνείρῳ βασανιζόμενος κατ᾿ οὐδένα τρόπον μετετρέπετο,

Δ Μακ. 6,5               Ο μεγαλόψυχος όμως και αληθινά γενναίος Ελεάζαρος, σαν να εβασανίζετο μέσα σε όνειρον, κατ’ ουδένα τρόπον εκάμπετο.

Δ Μακ. 6,6         ἀλλὰ ὑψηλοὺς ἀνατείνας εἰς τὸν οὐρανὸν τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀπεξαίνετο ταῖς μάστιξι τὰς σάρκας ὁ γέρων καὶ κατεῤῥεῖτο τῷ αἵματι

Δ Μακ. 6,6               Αλλά ύψωσεν ο γέρων θαρραλέους τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν, καθ’ ον χρόνον κατεξεσχίζοντο αι σάρκες με τας μάστιγας, κατερραντίζετο με το αίμα,

Δ Μακ. 6,7         καὶ τὰ πλευρὰ κατετιτρώσκετο, καὶ πίπτων εἰς τὸ ἔδαφος ἀπὸ τοῦ μηκέτι φέρειν τὸ σῶμα τὰς ἀλγηδόνας, ὀρθὸν εἶχε καὶ ἀκλινῆ τὸν λογισμόν.

Δ Μακ. 6,7               εγέμιζε πληγάς εις τα πλευρά και, ενώ κατέπιπτεν στο έδαφος εκ του γεγονότος, ότι δεν αντείχε πλέον το σώμα στους πόνους, διετήρει το φρόνημα ορθόν και αλύγιστον.

Δ Μακ. 6,8         Λὰξ γέ τοι τῶν πικρῶν τις δορυφόρων εἰς τοὺς κενεῶνας ἐναλλόμενος ἔτυπτεν, ὅπως ἐξανίσταιτο πίπτων.

Δ Μακ. 6,8               Με ορμήν τότε αποπηδών κάποιος από τους σκληρούς στρατιώτας τον εκτύπα με λακτίσματα εις τας λαγόνας, δια να σηκώνεται μετά την πτώσιν.

Δ Μακ. 6,9         ὁ δὲ ὑπέμεινε τοὺς πόνους καὶ περιεφρόνει τῆς ἀνάγκης

Δ Μακ. 6,9               Εκείνος υπέμεινε τους πόνους· καταφρονούσε την βίαν

Δ Μακ. 6,10       καὶ διεκαρτέρει τοὺς αἰκισμούς, καὶ καθάπερ γενναῖος ἀθλητὴς τυπτόμενος ἐνίκα τοὺς βασανίζοντας ὁ γέρων·

Δ Μακ. 6,10             και υπέφερε καρτερικώς τας κακοποιήσεις και ως εάν αυτός ο γέρων ήτο ρωμαλέος αθλητής, που εκτυπάτο, κατανικούσεν εκείνους, που τον εβασάνιζαν.

Δ Μακ. 6,11       ἱδρῶν γέ τοι τὸ πρόσωπον καὶ ἐπασθμαίνων σφοδρῶς καὶ ὑπ᾿ αὐτῶν τῶν βασανιζόντων ἐθαυμάζετο ἐπὶ τῇ εὐψυχίᾳ. –

Δ Μακ. 6,11              Με ιδρωμένον το πρόσωπον και εντόνως ασθμαίνων εθαυμάζετο και από αυτούς ακόμη τους βασανιστάς του δια την γενναιότητά του.

Δ Μακ. 6,12       Ὅθεν τὰ μὲν ἐλεοῦντες τὰ τοῦ γήρως αὐτοῦ,

Δ Μακ. 6,12             Δια τούτο αφ’ ενός μεν από ευσπλαγχνίαν προς το γήρας του,

Δ Μακ. 6,13       τὰ δὲ ἐν συμπαθείᾳ τῆς συνηθείας ὄντες, τὰ δὲ ἐν θαυμασμῷ τῆς καρτερίας προσιόντες αὐτῷ τινὲς τῶν τοῦ βασιλέως ἔλεγον·

Δ Μακ. 6,13              αφ’ ετέρου δε από συμπάθειαν λόγω της οικειότητος αλλά και από θαυμασμόν λόγω της καρτερίας του, αφού τον επλησίασαν μερικοί από τους συμβούλους του βασιλέως του ελεγαν·

Δ Μακ. 6,14       τί τοῖς κακοῖς τούτοις σεαυτὸν ἀλογίστως ἀπόλεις, Ἐλεάζαρε;

Δ Μακ. 6,14             “διατί χάνεις απερισκέπτως την ζωήν σου εξ αιτίας των δεινών αυτών, ω ‘Ελεαζαρε;

Δ Μακ. 6,15       ἡμεῖς μέν τοι τῶν ὑψημένων σοι βρωμάτων παραθήσομεν, σὺ δὲ ὑποκρινόμενος τῶν ὑείων ἀπογεύεσθαι, σώθητι. –

Δ Μακ. 6,15              Ημείς θα σου παραθέσωμεν από τα μαγειρευμένα δια σε κρέατα και συ υποκρινόμενος ότι δοκιμάζστο χοιρινόν σώσε τον εαυτόν σου”.

Δ Μακ. 6,16       Καὶ ὁ Ἐλεάζαρος, ὥσπερ πικρότερον διὰ τῆς συμβουλίας αἰκισθείς, ἀνεβόησε·

Δ Μακ. 6,16             Και ο Ελεαζαρος, ωσάν να είχε κακοποιηθή οδυνηρότερα από την συμβουλή αυτήν, εκραύγασεν·

Δ Μακ. 6,17       μὴ οὕτως κακῶς φρονήσαιμεν οἱ Ἁβραὰμ παῖδες ὥστε μαλακοψυχήσαντας ἀπρεπὲς ἡμῖν δρᾶμα ὑποκρίνασθαι.

Δ Μακ. 6,17              “ας μη τυφλωθώμεν τόσον πολύ ημείς τα τέκνα του Αβραάμ, ώστε από δειλίαν και μικροψυχίαν να υποκριθώμεν και να παίξωμεν θέατρον, που δεν αρμόζει εις ημάς.

Δ Μακ. 6,18       καὶ γὰρ ἀλόγιστον, εἰ πρὸς ἀλήθειαν ζήσαντες τὸν μέχρι γήρως βίον καὶ τὴν ἐπ᾿ αὐτῷ δόξαν νομίμως φυλάξαντες,

Δ Μακ. 6,18             Διότι είναι απερίσκεπτον και παράλογον, αφού εζήσαμεν την ζωήν μας σύμφωνα προς την αλήθειαν μέχρι της γεροντικής ηλικίας και διετηρήσαμεν δια τούτο νομίμως την υπόληψίν μας,

Δ Μακ. 6,19       νῦν μεταβαλοίμεθα καὶ αὐτοὶ μὲν ἡμεῖς γενοίμεθα τοῖς νέοις ἀσεβείας τύπος, ἵνα παράδειγμα γενώμεθα τῆς μιαροφαγίας.

Δ Μακ. 6,19             να αλλάξωμεν τώρα συμπεριφαράν και ημείς οι ίδιοι να γίνωμεν πρότυπα ασεβείας δια τους νέους, με το να δώσωμεν το παράδειγμα της βρώσεως μολυσμένων κρεάτων.

Δ Μακ. 6,20       αἰσχρὸν δὲ εἰ ἐπιβιώσωμεν ὀλίγον χρόνον καὶ τοῦτον καταγελώμενοι πρὸς ἁπάντων ἐπὶ δειλίᾳ,

Δ Μακ. 6,20             Είναι δε εντροπή να ζήσωμεν επί ολίγον ακομή ύστερα από αυτά και μάλιστα εμπαιζόμενοι από όλους δια την δειλίαν μας,

Δ Μακ. 6,21       καὶ ὑπὸ μὲν τοῦ τυράννου καταφρονηθῶμεν ὡς ἄνανδροι, τὸν δὲ θεῖον ἡμῶν νόμον μέχρι θανάτου μὴ προασπίσαιμεν.

Δ Μακ. 6,21             και ως άνανδροι να καταφρονηθώμεν από τον τύραννον και να μη υπερασπισώμεν τον θείον νόμον μας μέχρι θανάτου.

Δ Μακ. 6,22       πρός ταῦτα ὑμεῖς μέν, ᾦ Ἁβραὰμ παῖδες, εὐγενῶς ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας τελευτᾶτε.

Δ Μακ. 6,22             Δι’ αυτούς τους λόγους, τέκνα του Αβραάμ, γενναίως να αποθνήσκετε προ χάριν της ευσεβούς πίστεως σας.

Δ Μακ. 6,23       οἱ δὲ τοῦ τυράννου δορυφόροι, τί μέλλετε; –

Δ Μακ. 6,23             Σεις δέ, στρατιώται του τυράννου, διατί βραδύνετε;”

Δ Μακ. 6,24       Πρὸς τὰς ἀνάγκας οὕτως μεγαλοφρονοῦντα αὐτὸν ἰδόντες καὶ μηδὲ πρὸς τὸν οἰκτριρμὸν αὐτῶν μεταβαλλόμενον ἐπὶ τὸ πῦρ αὐτὸν ἤγαγον.

Δ Μακ. 6,24             Οταν τον είδαν να επιδεικνύη τόσην μεγαλοψυχίαν προ το βασανιστηρίων και να μη κάμπτεται, ακόμη και μετά την εκδήλωσιν της ευσπλαγχνίας προ αυτόν, τον ωδήγησαν στο πυρ.

Δ Μακ. 6,25       ἔνθα διὰ κακοτέχνων ὀργάνων καταφλέγοντες αὐτὸν ὑπέῤῥιπτον καὶ δυσώδεις χυλοὺς εἰς τοὺς μυκτῆρας αὐτοῦ κατέχεον.

Δ Μακ. 6,25             Τον έρριπτον ολίγον κατ’ ολίγον εις αυτό κατακαίοντες αυτόν με όργανα κατασκευασθέντα με πολλήν κακότητα· έχυναν δε στους ρώθωνάς του και βρωμερά υγρά.

Δ Μακ. 6,26       ὁ δὲ μέχρι τῶν ὀστέων ἤδη κατακεκαυμένος καὶ μέλλων λιποθυμεῖν ἀνέτεινε τά ὄμματα πρὸς τὸν Θεὸν καὶ εἶπεν·

Δ Μακ. 6,26             Ο δε ‘Ελεαζαρος, ενώ αι φλόγες είχαν πλέον φθάσει μέχρι και των όστών του και θα ελιποθυμούσε από στιγμή σε στιγμή, ύψωσε τα μάτια προς τον Θεόν και είπε·

Δ Μακ. 6,27       σὺ οἶσθα, Θεέ, παρόν μοι σῴζεσθαι, βασάνοις καυστικαῖς ἀποθνήσκω διὰ τὸν νόμον.

Δ Μακ. 6,27             “Σι Θεέ μου, γνωρίζεις ότι, ενώ ημπορούσα να σωθώ, αποθνήσκω χάριν του Νομου σου με το βασανιστήριον του πυρός.

Δ Μακ. 6,28       τοιγαροῦν ἵλεως γενοῦ τῷ ἔθνει σου ἀρκεσθεὶς τῇ ἡμετέρᾳ ὑπὲρ αὐτῶν δίκῃ.

Δ Μακ. 6,28             Δια τούτο, λοιπόν, γίνε σπλαγχνικός στο έθνος σου, αρκεσθείς εις την ιδικήν μας χάριν αυτών τιμωρίαν.

Δ Μακ. 6,29       καθάρσιον αὐτῶν ποίησον τὸ ἐμὸν αἷμα καὶ ἀντίψυχον αὐτῶν λαβὲ τὴν ἐμὴν ψυχήν.

Δ Μακ. 6,29             Καμε ιδικόν των καθαρτήριον το αίμα μου και σαν αντίτιμον της ζωής των πάρε την ιδικήν μου ζωήν”.

Δ Μακ. 6,30       καὶ ταῦτα εἰπὼν ὁ ἱερὸς ἀνὴρ εὐγενῶς ταῖς βασάνοις ἐναπέθανε

Δ Μακ. 6,30             Οταν είπε τα λόγια αυτά ο άγιος άνθρωπος, εξεψύχησε γενναίως εν μέσω των βασανιστηρίων.

Δ Μακ. 6,31       καὶ μέχρι τῶν τοῦ θανάτου βασάνων ἀντέστη τῷ λογισμῷ διὰ τὸν νόμον. – Ὁμολογουμένως οὖν δεσπότης ἐστὶ τῶν παθῶν ὁ εὐσεβὴς λογισμός.

Δ Μακ. 6,31              Και εις αυτά τα θανάσιμα βασανιστήρια αντεστάθη χάριν του Νομου με την δύναμιν του ευσεβούς λογισμού. -Είναι, λοιπόν, αναντιρρήτως κύριος των παθών ο ευσεβής λογισμός.

Δ Μακ. 6,32       εἰ γὰρ τὰ πάθη τοῦ λογισμοῦ κεκρατήκει, τούτοις ἂν ἀπέδομεν τὴν τῆς ἐπικρατείας μαρτυρίαν·

Δ Μακ. 6,32             Διότι, εάν τα πάθη είχαν κυριαρχήσει επάνω στον λογισμόν, τότε θα είμεθα υποχρεωμένοι να ομολογήσωμεν και να μαρτυρήσωμεν την κυριαρχιαν των αυτήν.

Δ Μακ. 6,33       νυνὶ δὲ τοῦ λογισμοῦ τὰ πάθη νικήσαντος, αὐτῷ προσηκόντως τὴν τῆς ἡγεμονίας προσνέμομεν ἐξουσίαν.

Δ Μακ. 6,33             Τωρα όμως, αφού ο λογισμός ενίκησε τα πάθη, εις αυτόν απονέμομεν, όπως αρμόζει, την εξουσίαν να ηγεμονεύη.

Δ Μακ. 6,34       καὶ δίκαιόν ἐστιν ὁμολογεῖν ἡμᾶς τὸ κράτος εἶναι τοῦ λογισμοῦ. ὅπου γε καὶ τῶν ἔξωθεν ἀλγηδόνων ἐπικρατεῖ,

Δ Μακ. 6,34             Και είναι δίκαιον να ομολογώμεν, ότι η δύναμις ανήκει στον ευσεβή λογισμόν, αφού κυριαρχεί και επί των προκαλουμένων από εξωτερικάς αιτίας πόνων.

Δ Μακ. 6,35       ἐπεὶ καὶ γελοῖον· καὶ οὐ μόνον τῶν ἀλγηδόνων ἐπιδείκνυμι κεκρατηκέναι τὸν λογισμόν, ἀλλὰ καὶ τῶν ἡδονῶν κρατεῖν, καὶ μηδὲν αὐταῖς ὑπείκειν.

Δ Μακ. 6,35             Το αντίθέτον θα ήτο γελοίον. Και δεν αποδεικνύουν μόνον ότι ο λογισμός έχει κυριαρχήσει επάνω στους πόνους, αλλ’ ότι κυριαρχεί και επί των ηδονών και ότι δεν υποχωρεί καθόλου εις αυτάς.

 

 

Δ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 7

 

Δ Μακ. 7,1         Ὧσπερ γὰρ ἄριστος κυβερνήτης ὁ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἐλεαζάρου λογισμὸς πηδαλιουχῶν τὴν τῆς εὐσεβείας ναῦν ἐν τῷ τῶν παθῶν πελάγει

Δ Μακ. 7,1                Καθώς ο ευσεβής λογισμός υπήρξεν εξαίρετος κυβερνήτης του πατρός ημών Ελεαζάρου κατευθύνων το πλοίον της ευσεβείας μέσα στο πέλαγος των παθών,

Δ Μακ. 7,2         καὶ καταικιζόμενος ταῖς τοῦ τυράννου ἀπειλαῖς καὶ καταντλούμενος ταῖς τῶν βασάνων τρικυμίαις,

Δ Μακ. 7,2               αυτός δεχόμενος τας απειλάς του τυράννου και καταταλαιπωρούμενος από τον κατακλυσμόν των βασανιστηρίων,

Δ Μακ. 7,3         κατ᾿ οὐδένα τρόπον μετέτρεψε τοὺς τῆς εὐσεβείας οἴακας, ἕως οὗ ἔπλευσεν ἐπὶ τὸν τῆς ἀθανάτου νίκης λιμένα.

Δ Μακ. 7,3                κατ’ ουδένα τρόπον μετέτρεψε το πηδάλιον της ευσεβείας, έως ότου έφθασεν στον λιμένα της αθανάτου νίκης.

Δ Μακ. 7,4         οὐχ οὕτως πόλις πολλοῖς καὶ ποικίλοις μηχανήμασιν ἀντέσχε ποτὲ πολιορκουμένη, ὡς ὁ πανάγιος Ἐλεάζαρος· τὴν ἱερὰν ψυχὴν αἰκισμοῖς τε καὶ στρέβλαις πυρπολούμενος ἐνίκησε τοὺς πολιορκοῦντας διὰ τὸν ὑπερασπίζοντα τῆς εὐσεβείας λογισμόν.

Δ Μακ. 7,4               Ποτέ δεν έδειξε τόσην αντοχήν μία πόλις, όταν επολιορκείτο με πολυποικίλους πολιορκητικάς μηχανάς, όσην έδειξεν ο αγιώτατος Ελεάζαρος. Και μολονότι η ιερά ψυχή του κατεκαίετο από τας κακοποιήσεις και τας στρεβλώσεις, ενίκησεν εν τούτοις τους πολιορκητάς του χάρις στον υπέρμαχον της ευσεβείας λογισμόν.

Δ Μακ. 7,5         ὥσπερ γὰρ πρόκρημνον ἄκραν τὴν ἑαυτοῦ διάνοιαν ὁ πατὴρ Ἐλεάζαρος ἐκτείνας, περιέκλασεν τοὺς ἐπιμαινομένους τῶν παθῶν κλύδωνας.

Δ Μακ. 7,5                Αφού εξέτεινε γύρω από τον εαυτόν του τον νουν, ωσάν απόκρημνον και απόρθητον ακρόπολιν, συνέτριψε τας λυσσαλέας εφόδους των παθών.

Δ Μακ. 7,6         ὦ ἄξιε τῆς ἱερωσύνης ἱερεῦ, οὐκ ἐμίανας τοὺς ἱεροὺς ὀδόντας οὐδὲ τὴν θεοσέβειαν καὶ καθαρισμὸν νόμιμον χωρήσασαν γαστέρα ἐκοινώνησας μιαροφαγίᾳ.

Δ Μακ. 7,6               Ω άξιε λειτουργέ της ιερωσυνης, δεν εμόλυνες τους ιερούς οδόντας σου ούτε προσέφερες εις την μικροφαγίαν την κοιλίαν σου, που είχε δεχθή την θεοσέβειαν με τον καθαρμόν του Νομου.

Δ Μακ. 7,7         ᾦ σύμφωνε νόμου καὶ φιλόσοφε θείου βίου.

Δ Μακ. 7,7                Ω ακόλουθε και τηρητά του νόμου και φιλόσοφε του θείου βίου,

Δ Μακ. 7,8         τοιούτους δὴ δεῖ εἶναι τοὺς ἱερουργοῦντας τὸν νόμον ἰδίῳ αἵματι καὶ γενναίῳ ἱδρῶτι τοῖς μέχρι θανάτου πάθεσιν ὑπερασπίζοντας.

Δ Μακ. 7,8               τέτοιοι λοιπόν πρέπει να είναι οι ιεροί λειτουργοί, να υπερασπίζουν τον Νομον με το ίδιόν των αίμα και τον γενναίον ιδρώτα των δια πάθους μέχρι θανάτου.

Δ Μακ. 7,9         σὺ πάτερ, τὴν εὐνομίαν ἡμῶν διὰ τῶν ὑπομονῶν εἰς δόξαν ἐκύρωσας καὶ τὴν ἁγιστείαν σεμνολογήσας οὐ κατέλυσας καὶ διὰ τῶν ἔργων ἐπιστοποίησας τοὺς τῆς θείας φιλοσοφίας λόγους,

Δ Μακ. 7,9               Συ, πάτερ, με την πολήν καρτερίαν σου έδωκες το κύρος της δόξης στον σεβααμόν μας προς τον Νομον και αγωνισθείς δια την ευσέβειαν με σεμνότητα λόγων δεν κατέλυσες την πατροπαράδοτον ευσέβειαν, αλλά τουναντίον δια των έργων σου επεσφράγισες τους λόγους της θείας φιλοσοφίας.

Δ Μακ. 7,10       ὦ βασάνων βιαιότερε γέρον, καὶ πυρὸς εὐτονώτερε πρεσβῦτα, καὶ παθῶν μέγιστε βασιλεῦ Ἐλεάζαρε.

Δ Μακ. 7,10              Ω γέρον, ισχυρότερε από τα βασανιστήρια! Πρεσβύτα, ορμητικώτερε από το πυρ! Βασιλεύ μέγιστε επί των παθών, Ελεάζαρε!

Δ Μακ. 7,11       ὥσπερ γὰρ ὁ πατὴρ Ἀαρὼν τῷ θυμιατηρίῳ καθωπλισμένος διὰ τοῦ ἐθνοπλήθους ἐπιτρέχων τὸν ἐμπυριστὴν ἐνίκησεν ἄγγελον,

Δ Μακ. 7,11              Οπως ο πρόγονος ήμων ο Ααρών, ωπλισμένος ασφαλώς με το θυμιατήριον, καταδιώκων δια μέσου του πλήθους του λαού μας, ενίκησε τον πυρπολητήν άγγελον,

Δ Μακ. 7,12       οὕτως ὁ Ἀαρωνίδης Ἐλεάζαρος διὰ τοῦ πυρὸς ὑπερτηκόμενος οὐ μετετράπη τὸν λογισμόν.

Δ Μακ. 7,12              έτσι και ο απόγονος του Ααρών, ο Ελεάζαρος, ενώ έλυωνε από το πυρ, δεν μετέβαλε τον λογισμόν του.

Δ Μακ. 7,13       καίτοι τὸ θαυμασιώτατον, γέρων ὤν, λελυμένων μὲν ἤδη τῶν τοῦ σώματος τόνων, περικεχαλασμένων δὲ τῶν σαρκῶν, κεκμηκότων δὲ καὶ τῶν νεύρων, ἀνενέασε

Δ Μακ. 7,13              Το δε υπεροχώτερον, ενώ ήτο γέρων και είχον ήδη εξασθενήσει αι σωματικαί του δυνάμεις, αι σάρκες είχαν χαλαρωθή και τα νεύρα του είχαν κουρασθή, έδειξε νεανικόν φρόνημα

Δ Μακ. 7,14       τῷ πνεύματι διὰ τοῦ λογισμοῦ καὶ τῷ ἰσακίῳ λογισμῷ τὴν πολυκέφαλον στρέβλαν ἠκύρωσεν.

Δ Μακ. 7,14              και κατά το πνεύμα δια του λογισμού, και με τον ισάξιον του πνεύματος λογισμόν ηχρήστευσε την πολυκέφαλον στρέβλαν του μαρτυρίου.

Δ Μακ. 7,15       ὦ μακαρίου γήρως καὶ σεμνῆς πολιᾶς καὶ βίου νομίμου, ὃν πιστὴ θανάτου σφραγὶς ἐτελείωσεν.

Δ Μακ. 7,15              Ω μακάριον γήρας, σεβαστή λευκότης και ζωη, σύμφωνος προς τον Νομον, που τον ωλοκλήρωσε πιστή σφραγίς θανάτου!

Δ Μακ. 7,16       εἰ δέ τοίνυν γέρων ἀνὴρ τῶν μέχρι θανάτου βασάνων περιεφρόνησε δι᾿ εὐσέβειαν, ὁμολογουμένως ἡγεμών ἐστι τῶν παθῶν ὁ εὐσεβὴς λογισμός.

Δ Μακ. 7,16              Εάν, λοιπόν, ενας ανήρ γέρων κατεφρόνησε τα μέχρι θανάτου βασανιστήρια δια την θεοσέβειαν, πρέπει να ομολογήσωμεν ότι ο ευσεβής λογισμός είναι κύριος των παθών.

Δ Μακ. 7,17       Ἴσως δ᾿ ἂν εἴποιέν τινες· τῶν παθῶν οὐ πάντες περικρατοῦσιν, ὅτι οὐδὲ πάντες φρόνιμον ἔχουσι τὸν λογισμόν.

Δ Μακ. 7,17              Θα είχαν, ίσως, μερικοί την εξής αντίρρησιν· δεν γίνονται όλοι κύριοι επί των παθών, διότι δεν έχουν όλοι σώφρονα τον λογισμόν.

Δ Μακ. 7,18       ἀλλ᾿ ὅσοι εὐσεβείας προνοοῦσιν ἐξ ὅλης καρδίας, οὗτοι μόνοι δύνανται κρατεῖν τῶν τῆς σαρκὸς παθῶν,

Δ Μακ. 7,18              Αλλά όσοι με όλην την ψυχήν των κάμνουν αντικείμενον της φροντίδος των την ευσέβειαν, μόνον αυτοί έχουν την δύναμιν να κυριαρχήσουν επί των παθών της σαρκός,

Δ Μακ. 7,19       πιστεύοντες, ὅτι Θεῷ οὐκ ἀποθνήσκουσιν, ὥσπερ οὐδὲ οἱ πατριάρχαι ἡμῶν Ἁβραάμ, Ἰσαάκ, Ἰακώβ, ἀλλὰ ζῶσι τῷ Θεῷ.

Δ Μακ. 7,19              με την πίστιν, ότι δεν αποθνήσκουν ενώπιον του Θεού όπως δεν απέθανον ούτε οι πατριάρχαι ημών ‘Αβρααμ, Ισαάκ και Ιακώβ, αλλά είναι ζώντες εν τω Θεώ.

Δ Μακ. 7,20       οὐδὲν οὖν ἐναντιοῦται τὸ φαίνεσθαί τινας παθοκρατεῖσθαι διὰ τὸν ἀσθενῆ λογισμόν.

Δ Μακ. 7,20             Δεν αποτελεί λοιπόν αντίθετον απόδειξιν το γεγονός ότι μερικοί κυριαρχούνται από τα πάθη εξ αιτίας ασθενούς λογισμού.

Δ Μακ. 7,21       ἐπεὶ τίς πρὸς ὅλον τὸν τῆς φιλοσοφίας κανόνα εὐσεβῶς φιλοσοφῶν

Δ Μακ. 7,21              Ας σκεφθώμεν τούτο· ποιός, ενώ ζη ευσεβώς με τους οφθαλμούς εστραμμένους προς όλην την κλίμακα της φιλοσοφίας της ζωής,

Δ Μακ. 7,22       καὶ πεπιστευκὼς Θεῷ καὶ εἰδὼς ὅτι τὸ διὰ τὴν ἀρετὴν πάντα πόνον ὑπομένειν μακάριόν ἐστιν, οὐκ ἂν περικρατήσειεν τῶν παθῶν διὰ τὴν θεοσέβειαν;

Δ Μακ. 7,22             εάν έχη πίστιν στον Θεόν και γνωρίζη ότι μακαριότης είναι το να υπομένη κάθε τόσον χάριν της αρετής, ποιός δεν θα αποδειχθή κύριος των παθών εξ αιτίας του σεβασμού του προς τον Θεόν;

Δ Μακ. 7,23       μόνος γὰρ ὁ σοφὸς καὶ σώφρων ἀνδρεῖός ἐστι τῶν παθῶν κύριος.

Δ Μακ. 7,23             Μονος ο σοφός και σώφρων είναι ανδρείος και κύριος των παθών.

 

 

Δ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 8

 

Δ Μακ. 8,1         Διὰ τοῦτό γέ τοι καὶ μειρακίσκοι τῷ τῆς εὐσεβείας λογισμῷ φιλοσοφοῦντες χαλεπωτέρων βασανιστηρίων ἐπεκράτησαν.

Δ Μακ. 8,1                Δια τούτο ακριβώς και νεαρά ακόμη παλληκάρια, εμπνεόμενα από τον ευσεβή λογισμόν, ενίκησαν πολύ βαρύτερα βασανιστήρια.

Δ Μακ. 8,2         ἐπειδὴ γὰρ κατά τὴν πρώτην πεῖραν ἐνικήθη περιφανῶς ὁ τύραννος μὴ δυνηθεὶς ἀναγκάσαι γέροντα μιαροφαγῆσαι, τότε δὴ σφόδρα περιπαθῶς ἐκέλευσεν ἄλλους ἐκ τῆς ἡλικίας τῶν Ἑβραίων ἀγαγεῖν, καὶ εἰ μὲν μιαροφαγήσαιεν, ἀπολύειν φαγόντας, εἰ δὲ ἀντιλέγοιεν, πικρότερον βασανίζειν.

Δ Μακ. 8,2               Επειδή κατά την πρώτην δοκιμήν ενικήθη ολοφάνερα ο τύραννος, αφού δεν ημπόρεσε να εξαναγκάση τον γέροντα εις μιαροφαγίαν, τότε πλέον με πολλήν εμπάθειαν διέταξε να φέρουν εμπρός του άλλους από την τάξιν των Εβραίων· και εάν μεν εδέχοντο να φάγουν από τας μιαράς τροφάς να τους απολύσουν, αφού θα ετρωγαν προηγουμένως. Εάν όμως ανθίσταντο, να τους βασανίζουν σκληρότερα.

Δ Μακ. 8,3         ταῦτα διαταξαμένου τοῦ τυράννου, παρῆσαν ἀγόμενοι μετὰ γηραιᾶς μητρὸς ἑπτὰ ἀδελφοί, καλοί τε καὶ αἰδήμονες καὶ γενναῖοι καὶ ἐν παντὶ χαρίεντες.

Δ Μακ. 8,3               Επειτα από την διαταγήν αυτήν του τυράννου, ωδηγήθησον εμπρός του συνοδευόμενοι υπό της γηραιάς μητρός των επτά αδελφοί, ωραίοι, σεμνοί, ρωμαλέοι και κοσμημένοι με κάθε χάριν.

Δ Μακ. 8,4         οὓς ἰδὼν ὁ τύραννος καθάπερ ἐν χορῷ περιέχοντας μέσην τὴν μητέρα, ἥσθη ἐπ᾿ αὐτοῖς καὶ τῆς εὐπρεπείας ἐκπλαγεὶς καὶ τῆς εὐγενείας, προσεμειδίασεν αὐτοῖς καὶ πλησίον καλέσας ἔφη.

Δ Μακ. 8,4               Οταν τους είδεν ο τύραννος να περιβάλλουν στο μέσον την μητέρα των, όπως γίνεται στον χορόν, ησθάνθη ευχαρίστηση και έκπληκτος από την κοσμιότητα και την ευγένειαν εμειδίασε προς αυτούς και, αφού τους εκάλεσε πλησίον του, είπε·

Δ Μακ. 8,5         ὦ νεανίαι, φιλοφρόνως ἐγὼ καθ᾿ ἑνὸς ἑκάστου ὑμῶν θαυμάζω, τὸ κάλλος καὶ τὸ πλῆθος τοσούτων ἀδελφῶν ὑπερτιμῶν, οὐ μόνον συμβουλεύω μὴ μανῆναι τὴν αὐτὴν τῷ προβασανισθέντι γέροντι μανίαν, ἀλλὰ καὶ παρακαλῶ συνείξαντάς μου τῇ συμβουλίᾳ τῆς ἐμῆς ἀπολαῦσαι φιλίας·

Δ Μακ. 8,5               “παλληκάρια μου, με πολλήν χαράν θαυμάζω τον καθένα από σας. Υπερεκτιμών την ωραιότητα και το πλήθος τόσον πολλών αδελφών, όχι μόνον σας συμβουλεύω να μη παρασυρθήτε από την μανίαν του προηγουμένως βασανισθέντος γέροντος, αλλά και σας προτρέπω να δεχθήτε την συμβουλήν μου και να απολαύσετε την φιλίαν μου.

Δ Μακ. 8,6         δυναίμην δ᾿ ἂν ὥσπερ κολάζειν τοὺς ἀπειθοῦντάς μου τοῖς ἐπιτάγμασιν, οὕτως καὶ εὐεργετεῖν τοὺς εὐπειθοῦντάς μοι.

Δ Μακ. 8,6               Οπως δε ημπορώ να τιμωρώ εκείνους, που δεικνύουν ανυπακοήν εις τας διαταγάς μου, ετσι ημπορώ και να ευεργετώ εκείνους, οι οποίοι υποτάσσονται εις εμέ.

Δ Μακ. 8,7         πεισθέντες οὖν μοι καὶ ἀρχὰς καὶ ἐπὶ τῶν ἐμῶν πραγμάτων ἡγεμονίας λήψεσθε, ἀρνησάμενοι τὸν πάτριον ὑμῶν τῆς πολιτείας θεσμόν·

Δ Μακ. 8,7               Εάν, λοιπόν, υπακούσετε εις εμέ, θα λάβετε εις την διοίκησίν μου και αρχάς και αξιώματα, αφού αρνηθήτε τους θεσμούς της πατροπαραδότου πολιτείας σας.

Δ Μακ. 8,8         καὶ μεταλαβόντες ἑλληνικοῦ βίου καὶ μεταδιαιτηθέντες ἐντρυφήσατε ταῖς νεότησιν ὑμῶν·

Δ Μακ. 8,8               Αφού δε δεχθήτε να ζήσετε σύμφωνα με τον ελληνικόν τρόπον της ζωής και μεταβάλετε τον ιδικόν σας τρόπον ζωής, ημπορείτε να χαρήτε τας απολαύσεις της νεότητός σας.

Δ Μακ. 8,9         ἐπεὶ ἐὰν ὀργίλως με διάθησθε διὰ τῆς ἀπειθείας ὑμῶν, ἀναγκάσετέ με ἐπὶ δειναῖς κολάσεσιν ἕνα ἕκαστον ὑμῶν διὰ τῶν βασάνων ἀπολέσαι.

Δ Μακ. 8,9               Αν όμως με κάμετε να οργισθώ εναντίον σας εξ αιτίας της ανυπακοής σας, θα με αναγκάσετε να θανατώσω τον καθένα σας με σκληράς τιμωρίας και με βασανιστήρια.

Δ Μακ. 8,10       κατελεήσατε οὖν ἑαυτούς, οὓς καὶ ὁ πολέμιος ἔγωγε καὶ τῆς ἡλικίας καὶ τῆς εὐμορφίας οἰκτείρομαι.

Δ Μακ. 8,10             Λυπηθήτε, λοιπόν, τον εαυτόν σας, αφού και εγώ ακόμη σας λυπούμαι, εγώ ο διώκτης σας, λόγω της νεότητας και της ωραιότητός σας.

Δ Μακ. 8,11       οὐ διαλογιεῖσθε τοῦτο, ὅτι οὐδὲν ὑμῖν ἀπειθήσασι πλὴν τοῦ μετὰ στρεβλῶν ἀποθανεῖν ἀπόκειται; –

Δ Μακ. 8,11              Λοιπόν, δεν θα λάβετε υπ’ όψιν σας και τούτο, ότι εάν απειθήσετε εις την εντολήν μου τίποτε άλλο δεν σας περιμένει, ειμή μόνον, ο θάνατος με βασανιστήρια;”

Δ Μακ. 8,12       Ταῦτα δὲ λέγων ἐκέλευσεν εἰς τὸ ἔμπροσθεν προτεθεῖναι τὰ βασανιστήρια, ὅπως καὶ διὰ τοῦ φόβου πείσειεν αὐτοὺς μιαροφαγῆσαι.

Δ Μακ. 8,12             Ενώ δε έλεγεν αυτά διέταξε να εκτεθούν εκεί εμπρός εις αυτούς τα όργανα του βασανισμού, ώστε και δια του φόβου να τους πείση, να φάγουν μολυσμένας τροφάς.

Δ Μακ. 8,13       ὡς δὲ τροχούς τε καὶ ἀρθρέμβολα, στρεβλωτήριά τε καὶ τροχαντῆρας καὶ καταπέλτας καὶ λέβητας, τήγανά τε καὶ δακτυλήθρας καὶ χεῖρας σιδηρᾶς καὶ σφῆνας καὶ τὰ ζώπυρα τοῦ πυρὸς οἱ δορυφόροι προέθεσαν, ὑπολαβὼν ὁ τύραννος ἔφη·

Δ Μακ. 8,13              Οταν δε οι στρατιώται ετοποθέτησαν εκεί εμπρός τους τροχούς, τα όργανα εξαρθρώσεως των μελών, τα στρεβλωτήρια, τους βασανιστικούς τροχαντήρας, τους καταπέλτας, τας χύτρας, τα τηγάνια, τας δακτυλήθρας, τα σιδερένια χέρια, τας σφήνας, τα εναύσματα του πυρός, ο τύραννος αυτόν τον λόγον είπε·

Δ Μακ. 8,14       μειράκια φοβήθητε, καὶ ἣν σέβεσθε δίκην, ἵλεως ὑμῖν ἔσται δι᾿ ἀνάγκην παρανομήσασιν.

Δ Μακ. 8,14             “φοβηθήτε, νέοι, και η θεία δίκη, την οποίαν σεις σέβεσθε, θα γίνη ίλεως εις σας, επειδή θα έχετε παραβή τον νόμον λόγω ανάγκης”.

Δ Μακ. 8,15       οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐπαγωγὰ καὶ ὁρῶντες δεινά, οὐ μόνον οὐκ ἐφοβήθησαν, ἀλλὰ καὶ ἀντεφιλοσόφησαν τῷ τυράννῳ καὶ διὰ τῆς εὐλογιστίας τὴν τυραννίδα αὐτοῦ κατέλυσαν.

Δ Μακ. 8,15              Εκείνοι όμως, αν και ήκουσαν τας προτροπάς και έβλεπαν τα φοβερά βασανιστικά όργανα, όχι μόνον δεν εφοβήθησαν, αλλά και αντέταξαν τας ίδικάς των σοφάς αντιλήψεις στον τύραννον και με την ορθότητα των συλλογισμών των εξεμηδένισαν την τυραννικήν δύναμίν του.

Δ Μακ. 8,16       καί τοι λογισώμεθα· εἰ δειλόψυχοί τινες ἦσαν καὶ ἄνανδροι ἐν αὐτοῖς, ποίοις ἂν ἐχρήσαντο λόγοις; οὐχὶ τούτοις;

Δ Μακ. 8,16             Ας εξετάσωμεν λοιπόν το γεγονός. Αν ήσαν μερικοί δειλοί κατά την ψυχήν και άνανδροι μεταξύ αυτών, ποίους λόγους θα εχρησιμοποιούσαν; Δεν θα εχρησιμοποιούσαν τους παρακάτω;

Δ Μακ. 8,17       ᾦ τάλανες ἡμεῖς καὶ λίαν ἀνόητοι· βασιλέως ἡμᾶς παρακαλοῦντος καὶ ἐπὶ εὐεργεσίᾳ φωνοῦντος, μὴ πεισθείημεν αὐτῷ,

Δ Μακ. 8,17              “Ω δυστυχείς και ανόητοι ημείς, αν δεν πεισθώμεν στον βασιλέα, που μας προτρέπει και μας καλεί, δια να μας ευεργετήση,

Δ Μακ. 8,18       εἰ βουλήμασι κενοῖς ἑαυτοὺς εὐφραίνομεν καὶ θανατηφόρον ἀπείθειαν τολμῶμεν;

Δ Μακ. 8,18             αλλά θελήσωμεν να ευχαριστηθώμεν με ματαίας επιθυμίας και να αναλάβωμεν το τόλμημα θανασίμου ανυπακοής!

Δ Μακ. 8,19       οὐ φοβησόμεθα, ἄνδρες ἀδελφοί, τὰ βασανιστήρια καὶ λογιούμεθα τὰς τῶν βασάνων ἀπειλὰς καὶ φευξόμεθα τὴν κενοδοξίαν ταύτην καὶ ὀλεθροφόρον ἀλαζονείαν;

Δ Μακ. 8,19             Λοιπόν, αδελφοί, δεν θα φοβηθώμεν τα βασανιστήρια; Δεν θα αναλογισθώμεν τας απειλάς των φοβερών βασάνων; Δεν θα αποφύγωμιεν την κενόδοξον αυτήν και θανατηφόρον αλαζονείαν;

Δ Μακ. 8,20       ἐλεήσωμεν τὰς ἑαυτῶν ἡλικίας καὶ κατοικτείρωμεν τὸ τῆς μητρὸς γῆρας

Δ Μακ. 8,20             Ας λυπηθώμεν την νεότητά μας και τον σπαραγμόν της γηραιάς μητρός μας

Δ Μακ. 8,21       καὶ ἐνθυμηθῶμεν ὅτι ἀπειθοῦντες τεθνηξόμεθα.

Δ Μακ. 8,21             και ας λάβωμεν υπ’ όψιν, ότι από μίαν τέτοιαν ανυπακοήν μας μας περιμένει ο θάνατος.

Δ Μακ. 8,22       συγγνώσεται δὲ ἡμῖν καὶ ἡ θεία δίκη δι᾿ ἀνάγκην τὸν βασιλέα φοβηθεῖσιν.

Δ Μακ. 8,22             Ας σημειωθή δε και τούτο, ότι θα μας συγχωρήση η θεία δίκη, διότι εφοβήθημεν τον βασιλέα εκ λόγων ανάγκης.

Δ Μακ. 8,23       τί ἐξάγομεν ἑαυτοὺς τοῦ ἡδίστου βίου καὶ ἐπιστεροῦμεν ἑαυτοὺς τοῦ γλυκέος κόσμου;

Δ Μακ. 8,23             Διατί απομακρυνόμεθα από την γλυκύτητα της ζωής και στερούμεθα από τον γεμάτον ηδονάς κόσμον;

Δ Μακ. 8,24       μὴ βιαζώμεθα τὴν ἀνάγκην μηδὲ φιλοδοξήσωμεν ἐπὶ τῇ ἑαυτῶν στρέβλῃ.

Δ Μακ. 8,24             Ας μη προκαλούμεν την βίαν εναντίον μας και ας μη κεντρίσωμεν την κενοδοξίαν μας με αντίτιμον τον βασανισμόν μας.

Δ Μακ. 8,25       οὐδὲ αὐτὸς ὁ νόμος ἀκουσίως ἡμᾶς θανατοῖ φοβηθέντας τὰ βασανιστήρια.

Δ Μακ. 8,25             Ούτε αυτός ούτος ο Νομος δεν θα μας καταδικάση εις θάνατον, επειδή ημείς ακουσίως εξ αιτίας του φόβου εκείνων των βασανιστηρίων υπεχωρήσαμεν.

Δ Μακ. 8,26       πόθεν ἡμῖν ἡ τοσαύτη ἐντέτηκε φιλονικία καὶ ἡ θανατηφόρος ἀρέσκει καρτερία, παρὸν μετὰ ἀταραξίας ζῆν τῷ βασιλεῖ πεισθέντας;

Δ Μακ. 8,26             Πως έχει εισχωρήσει έντος ημών η τόσον μεγάλη αγάπη προς νίκην και μας ευχαριστεί η θανατηφόρος καρτερία, ενώ είναι δυνατόν να ζήσωμεν με γαλήνην υπακούοντες στον βασιλέα;”

Δ Μακ. 8,27       ἀλλὰ τούτων οὐδὲν εἶπον οἱ νεανίαι βασανίζεσθαι μέλλοντες οὐδὲ ἐνεθυμήθησαν.

Δ Μακ. 8,27             Αλλά τίποτε από αυτά δεν είπαν οι νέοι, ενώ επρόκειτο να βασανισθούν, ούτε καν και τα εσκέφθησαν.

Δ Μακ. 8,28       ἦσαν γὰρ περίφρονες τῶν παθῶν καὶ αὐτοκράτορες τῶν ἀλγηδόνων,

Δ Μακ. 8,28             Ησαν καταφρρνηταί των παθών, κύριοι των πόνων,

Δ Μακ. 8,29       ὥστε ἅμα τῷ παύσασθαι τὸν τύραννον συμβουλεύοντα αὐτοῖς τοῦ μιαροφαγῆσαι, πάντες διὰ μιᾶς φωνῆς ὁμοῦ, ὥσπερ ἀπὸ τῆς αὐτῆς ψυχῆς εἶπον πρὸς αὐτόν.

Δ Μακ. 8,29             ώστε ευθύς ως έπαυσεν ο τύραννος να τους συμβουλεύη, να γευθούν τα μιαρά φαγητά, όλοι μαζή με μίαν φωνήν, ως εάν ωμιλούσαν από την ιδίαν ψυχήν, είπαν προς αυτόν.

 

 

Δ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 9

 

Δ Μακ. 9,1         Τί μέλλεις, ὦ τύραννε; ἕτοιμοι γάρ ἐσμεν ἀποθνήσκειν ἢ παραβαίνειν τὰς πατρίους ἡμῶν ἐντολάς·

Δ Μακ. 9,1                Διατί βραδύνεις, τύραννε; Είμεθα έτοιμοι να αποθάνωμεν, πάρα να παραβώμεν τας προγονικάς μας εντολάς.

Δ Μακ. 9,2         αἰσχυνόμεθα γὰρ τοὺς προγόνους ἡμῶν εἰκότως, εἰ μὴ τῇ τοῦ νόμου εὐπειθείᾳ καὶ συμβούλῳ Μωσῇ χρησαίμεθα.

Δ Μακ. 9,2               Διότι εντρεπόμεθα, ευλόγως, τους προγόνους μας, εάν δεν επιδείξωμεν υπακοήν στον Νομον και δεν έχωμεν σύμβουλόν μας τον Μωϋσέα.

Δ Μακ. 9,3         σύμβουλε τύραννε παρανομίας, μὴ ἡμᾶς μισῶν ὑπὲρ αὐτοὺς ἡμᾶς ἐλέει.

Δ Μακ. 9,3               Τυραννε, σύμβουλε της παρανομίας, ενώ εις την πραγματικότητα μας μισείς, μη δείχνης προς ημάς, ευσπλαγχνίαν περισσοτέραν, από όσην δείχνομεν ημείς στον εαυτόν μας.

Δ Μακ. 9,4         χαλεπώτερον γὰρ αὐτοῦ τοῦ θανάτου νομίζομεν εἶναί σου τὸν ἐπὶ τῇ παρανόμῳ σωτηρίᾳ ἡμῶν ἔλεον.

Δ Μακ. 9,4               Είναι περισσότερον επιβλαβής και από αυτόν τον θάνατον, ναμίζομεν, η συμπάθειά σου δια την παράνομον σωτηρίαν μας.

Δ Μακ. 9,5         ἐκφοβεῖς δὲ ἡμᾶς τὸν διὰ τῶν βασάνων ἡμῖν θάνατον ἀπειλῶν, ὥσπερ οὐχὶ πρὸ βραχέος παρὰ Ἐλεαζάρου μαθών.

Δ Μακ. 9,5               Θέλεις να μας εκφοβίσης απειλών ημάς με τον δια βασανιστηρίων θάνατον, ωσάν να μη έχης διδαχθή προ ολίγου από τον Ελεάζαρον.

Δ Μακ. 9,6         εἰ δ᾿ οἱ γέροντες τῶν Ἑβραίων διὰ τὴν εὐσέβειαν καὶ βασανισμοὺς ὑπομείναντες εὐσέβησαν, ἀποθάνοιμεν ἂν δικαιότερον ἡμεῖς οἱ νέοι, τὰς βασάνους τῶν σῶν ἀναγκῶν ὑπεριδόντες, ἃς καὶ ὁ παιδευτὴς ἡμῶν γέρων ἐνίκησε.

Δ Μακ. 9,6               Εάν δε οι γέροντες Εβραίοι υπέστησαν λόγω της ευσεβείας των καρτερικώς τα βασανιστήρια, θα ήτο πολύ περισσότερον δίκαιον ημείς οι νεώτεροι να αποθάνωμεν περιφρονούντες τα βασανιστήρια, που αναγκαστικώς μας επιβάλλεις και τα οποία και ο γέρων διδάσκαλός μας ενίκησε.

Δ Μακ. 9,7         πείραζε τοιγαροῦν, τύραννε· καὶ τὰς ἡμῶν ψυχὰς εἰ θανατώσεις διὰ τὴν εὐσέβειαν, μὴ νομίσῃς ἡμᾶς βλάπτειν βασανίζων.

Δ Μακ. 9,7               Ημπορείς, λοιπόν, να μας δοκιμάζης, τύραννε. Και αν αφαιρέσης την ζωήν μας εξ αιτίας της ευσεβείας μας, μη νομίσης, ότι μας βλάπτεις με το να μας βασανίζης.

Δ Μακ. 9,8         ἡμεῖς μὲν γὰρ διὰ τῆσδε τῆς κακοπαθείας καὶ ὑπομονῆς τὰ τῆς ἀρετῆς Ῥθλα ἕξομεν καὶ ἐσόμεθα παρά Θεῷ, δι᾿ ὃν καὶ πάσχομεν·

Δ Μακ. 9,8               Διότι ημείς με μίαν τέτοιαν κακοπάθειαν και υπομονήν θα αποκτήσωμεν τα βραβεία της αρετής και θα ζήσωμεν πλησίον του Θεού, προς χάριν του οποίου και θα υποφέρωμεν.

Δ Μακ. 9,9         σὺ δὲ διὰ τὴν ἡμῶν μιαιφονίαν αὐτάρκη καρτερήσεις ὑπὸ τῆς θείας δίκης αἰώνιον βάσανον διὰ πυρός. –

Δ Μακ. 9,9               Συ όμως εξ αιτίας αυτού του αδίκου φόνου μας θα υποστής από ιδικήν σου υπαιτιότητα αιώνιον βασανιομόν δια πυρός εκ μέρους της θείας δίκης”.

Δ Μακ. 9,10       Ταῦτα αὐτῶν εἰπόντων, οὐ μόνον ὡς κατὰ ἀπειθούντων ἐχαλέπαινεν ὁ τύραννος, ἀλλ᾿ ὡς καὶ κατὰ ἀχαρίστων ὠργίσθη.

Δ Μακ. 9,10             Οταν είπαν αυτά, ο τύραννος δεν εξέσπασεν απλώς εναντίον των δια την απείθειάν των, αλλά εξωργίσθη εναντίον αυτών ως αχαρίστων.

Δ Μακ. 9,11       ὅθεν τὸν πρεσβύτατον αὐτῶν κελευθέντες παρήγαγον οἱ ὑπασπισταὶ καὶ διαῤῥήξαντες τὸν χιτῶνα διέδησαν τὰς χεῖρας αὐτοῦ καὶ τοὺς βραχίονας ἱμᾶσιν ἑκατέρωθεν.

Δ Μακ. 9,11              Δι’ αυτό αμέσως οι στρατιώται λαβόντες διαταγήν έφεραν εμπρός τον μεγαλύτερον από αυτούς και αφού εξέσχισαν τον χιτώνα του, έδεσαν με λουριά τα χέρια και τους αγκώνας του από το ένα στο άλλο μέρος.

Δ Μακ. 9,12       ὡς δὲ τύπτοντες ταῖς μάστιξιν ἐκοπίασαν μηδὲν ἀνύοντες, ἀνέβαλον αὐτὸν ἐπὶ τὸν τροχόν.

Δ Μακ. 9,12             Αφού δε εκουράσθησαν να τον κτυπούν και να μη επιτυγχάνουν τίποτε, τον έδεσαν επάνω στον τροχόν.

Δ Μακ. 9,13       περὶ ὃν κατατεινόμενος ὁ εὐγενὴς νεανίας ἔξαρθρος ἐγίνετο.

Δ Μακ. 9,13              Εις αυτόν βασανιζόμενος ο ευγενής νέος υπέστη εξαρθρώσεις των μελών

Δ Μακ. 9,14       καὶ κατὰ πᾶν μέλος κλώμενος ἐκακηγόρει λέγων·

Δ Μακ. 9,14             και καθ’ ον χρόνον συνετρίβετο κάθε μέλος του, δεν έπαυε να κατηγορή με θάρρος τον τύραννον. Ελεγε·

Δ Μακ. 9,15       τύραννε μιαρώτατε καὶ τῆς οὐρανίου δίκης ἐχθρὲ καὶ ὠμόφρον, οὐκ ἀνδροφονήσαντά με τοῦτον καταικίζεις τὸν τρόπον, οὐδὲ ἀσεβήσαντα, ἀλλὰ θείου νόμου προασπίζοντα.

Δ Μακ. 9,15              “Μιαρώτατε τύραννε, εχθρέ της θείας δικαιοσύνης και σκληρόψυχε, με τυραννείς κατ’ αυτόν τον τρόπον, οχι διότι είμαι δολοφόνος η ασεβής, άλλα διότι είμαι υπερασπιστής του θείου Νομου”.

Δ Μακ. 9,16       καὶ τῶν δορυφόρων λεγόντων· ὁμολόγησον φαγεῖν, ὅπως ἀπαλλαγῇς τῶν βασάνων,

Δ Μακ. 9,16             Και στους δορυφόρους, που τον συνεβούλευαν, “παραδέξου, ότι θα φάγης, δια να απαλλαγής από τα βασανιστήρια”,

Δ Μακ. 9,17       αὐτὸς εἶπεν αὐτοῖς· οὐχ οὕτως ἰσχυρὸς ὑμῶν ἐστιν ὁ τροχός, ᾦ μιαροὶ διάκονοι, ὥστε μου τὸν λογισμὸν ἄγξαι· τέμνετέ μου τὰ μέλη καὶ πυροῦτε τὰς σάρκας καὶ στρεβλοῦτε τὰ ἄρθρα.

Δ Μακ. 9,17              αυτός απήντησε· “δεν είναι τόσον σκληρός ο βασανιστικός τροχός σας, ρυπαροί υπηρέται, ώστε να συμπνίξη το λογικόν μου. Κομματιάσατε τα μέλη μου, καύσατε τας σάρκας μου, συοτρέψατε τας αρθρώσεις μου.

Δ Μακ. 9,18       διὰ πασῶν γὰρ ὑμᾶς πείσω τῶν βασάνων, ὅτι μόνοι παῖδες Ἑβραίων ὑπὲρ ἀρετῆς εἰσιν ἀνίκητοι.

Δ Μακ. 9,18             Με όλα αυτά τα βασανιστήρια θα σας πείσω, ότι μόνον τα τέκνα των Εβραίων δεν νικώνται στον αγώνα υπέρ της αρετής”.

Δ Μακ. 9,19       ταῦτα λέγοντι πῦρ ὑπέστρωσαν καὶ διηρέθισαν τὸν τροχὸν προσεπικατατείνοντες·

Δ Μακ. 9,19             Ενῷ έλεγεν αυτά, έστρωσαν εκείνοι αναμμένους άνθρακας κάτω από αυτόν και έδωκαν περισσοτέραν έντασιν στον τροχόν, τεντώνοντες τον νέον επάνω εις αυτόν.

Δ Μακ. 9,20       ἐμολύνετο δὲ πάντοθεν αἵματι ὁ τροχός, καὶ ὁ σωρὸς τῆς ἀνθρακιᾶς τῆς τῶν ἰχώρων ἐσβέννυτο σταλαγμοῖς, καὶ περὶ τοὺς ἄξονας τοῦ ὀργάνου περιέῤῥεον αἱ σάρκες.

Δ Μακ. 9,20             Εγέμισεν ολόγυρα από το αίμα του ο τροχός και ο σωρός της ανθρακιάς έσβησεν από τους σταλαγμούς των ιχώρων. Ελυωναν και έπεφταν αι σάρκες του από τους άξονας του βασανιστικού οργάνου,

Δ Μακ. 9,21       καὶ περιτετμημένον ἤδη ἔχων τὸ τῶν ὀστέων πῆγμα ὁ μεγαλόφρων καὶ Ἁβραμιαῖος νεανίας οὐκ ἐστέναξεν.

Δ Μακ. 9,21             και ενώ είχε πλέον αφαιρεθή από τα οστά το περίβλημα των σαρκών, ο μεγαλόψυχος και Αβραμιαίος εκείνος νέος δεν αφήκεν ούτε στεναγμόν.

Δ Μακ. 9,22       ἀλλ᾿ ὥσπερ ἐν πυρὶ μετασχηματιζόμενος εἰς ἀφθαρσίαν, ὑπέμεινεν εὐγενῶς τὰς στρέβλας·

Δ Μακ. 9,22             Αλλά, ωσάν να μετεμορφώνετο εις άφθαρτον, υπέμεινε με γενναιότητα τας στρεβλώσεις.

Δ Μακ. 9,23       μιμήσασθέ με, ἀδελφοί, λέγων, μή μου τὸν αἰῶνα λιποτακτήσητε μηδ᾿ ἐξομόσησθέ μου τὴν τῆς εὐψυχίας ἀδελφότητα· ἱερὰν καὶ εὐγενῆ στρατείαν στρατεύσασθε ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας,

Δ Μακ. 9,23             “Μιμηθήτε με, έλεγεν, αδελφοί μου· μη λιποτακτήσετε προδίδοντες τον αγώνα μου και μη καταπατήσετε τον όρκον της αδελφοσύνης μας, που εδώσαμεν δια την γενναιτητα. Αναλάβετε ιεράν και ευγενή εκστρατείαν χάριν της ευσεβείας,

Δ Μακ. 9,24       δι᾿ ἧς ἵλεως ἡ δικαία καὶ πάτριος ἡμῶν πρόνοια τῷ ἔθνει γενηθεῖσα τιμωρήσειεν τὸν ἀλάστορα τύραννον·

Δ Μακ. 9,24             δια της οποίας, αφού φανή ευσπλαγχνική προς το έθνος μας η δικαία και πατροπαράδοτος πρόνοια, είθε να τιμωρήση τον υπερφίαλον τύραννον”.

Δ Μακ. 9,25       καὶ ταῦτα εἰπὼν ὁ ἱεροπρεπὴς νεανίας ἀπέῤῥηξε τὴν ψυχήν.

Δ Μακ. 9,25             Με τους λόγους αυτούς ο ιεροπρεπής νέος παρέδωκε την ψυχήν του.

Δ Μακ. 9,26       Θαυμασάντων δὲ πάντων τὴν καρτεροψυχίαν αὐτοῦ, ἦγον οἱ δορυφόροι τὸν καθ᾿ ἡλικίαν τοῦ προτέρου δεύτερον καὶ σιδηρᾶς ἐναρμοσάμενοι χεῖρας ὀξέσι τοῖς ὄνυξιν ὀργάνῳ καὶ καταπέλτῃ προσέδησαν αὐτόν.

Δ Μακ. 9,26             Προεκάλεσε τον θαυμασμόν όλων η δύναμις της ψυχής του. Εφεραν εν συνεχεία οι στρατιώται τον δεύτερον κατά την ηλικίαν και, αφού προσήρμοσαν σιδηράς χείρας με οξείς όνυχας, τον προσέθεσαν εις καταπέλτην.

Δ Μακ. 9,27       ὡς δὲ εἰ φαγεῖν βούλοιτο πρὶν βασανίζεσθαι πυνθανόμενοι τὴν εὐγενῆ γνώμην ἤκουσαν,

Δ Μακ. 9,27             Οταν δε τον ηρώτησαν, εάν θέλη πριν βασανισθή να φάγη από τα μολυσμένα φαγητά και έμαθαν την ευγενή γνώμην του,

Δ Μακ. 9,28       ἀπὸ τῶν τενόντων ταῖς σιδηραῖς χερσὶν ἐπισπασάμενοι μέχρι γε τῶν γενείων τὴν σάρκα πᾶσαν καὶ τὴν τῆς κεφαλῆς δορὰν οἱ παρδάλειοι θῆρες ἀπέσυραν.

Δ Μακ. 9,28             αμέσως αι αιμοδιψείς παρδάλστον εξέσχισαν, αρχίζοντες από τους τένοντας, με τα σιδηρά χέρια και αφήρεσαν την σάρκα του μέχρι των γενείων και της κεφαλής.

Δ Μακ. 9,29       ὁ δὲ ταύτην βαρέως τὴν ἀλγηδόνα καρτερῶν ἔλεγεν· ὡς ἡδὺς πᾶς τρόπος θανάτου διὰ τὴν πάτριον ἡμῶν εὐσέβειαν· ἔφη τε πρὸς τὸν τύραννον·

Δ Μακ. 9,29             Ο δε νέος υπομένων την οξύτητα τόσου μεγάλου πόνου έλεγε μετά καρτερίας· “πόσον γλυκύς είναι κάθε τρόπος θανάτου δια την πίστιν των προγόνων μας!” Προσέθεσε δε απευθυνθείς προς τον τύραννον·

Δ Μακ. 9,30       οὐ δοκεῖς πάντων ὠμότατε τύραννε, πλεῖον ἐμοῦ σε νῦν βασανίζεσθαι ὁρῶν σου νικώμενον τὸν τῆς τυρανίδος ὑπερήφανον λογισμὸν ὑπὸ τῆς διὰ τὴν εὐσέβειαν ἡμῶν ὑπομονῆς;

Δ Μακ. 9,30             “δεν νομίζεις, τύραννε ωμότατε περισσότερον από όλους, ότι την στιγμήν αυτήν υποφέρεις περισσότερον από εμέ βλέπων ότι νικάται το υπερήφανον φρόνημα του τυραννικού αξιώματός σου υπό της υπομονής, που εμπνέει εις ημάς η θρησκεία μας;

Δ Μακ. 9,31       ἐγὼ μὲν γὰρ ταῖς διὰ τὴν ἀρετὴν ἡδοναῖς τὸν πόνον ἐπικουφίζομαι,

Δ Μακ. 9,31              Διότι εγώ μεν αισθάνομαι ελαφρότερον τον πόνον μου εξ αιτίας της ευχαριστήσεως, που απολαμβάνω αγωνιζόμενος δια την αρετήν.

Δ Μακ. 9,32       σὺ δὲ ἐν ταῖς τῆς ἀσεβείας ἀπειλαῖς βασανίζῃ. οὐκ ἐκφεύξῃ δέ, μιαρώτατε τύραννε, τὰς τῆς θείας ὀργῆς δίκας.

Δ Μακ. 9,32             Συ όμως βασανίζεσαι μέσα εις τας απειλάς, που περικλείει η ασέβειά σου, και βεβαίως δεν θα διαφύγης, μιαρώτατε τύραννε, την δικαίαν τιμωρίαν της θείας οργής”.

 

 

Δ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 10

 

Δ Μακ. 10,1       Καὶ τούτου τὸν ἀοίδιμον θάνατον καρτερήσαντος, ὁ τρίτος ἤγετο παρακαλούμενος πολλὰ ὑπὸ πολλῶν, ὅπως ἀπογευσάμενος σῴζοιτο.

Δ Μακ. 10,1              Αφού και ο δεύτερος αδελφός εκέρδισε δια της καρτερίας του τον ένδοξον θάνατον, ωδηγήθη ο τρίτος. Πολλάς προτροπάς ήκουσεν από πολλούς να γευθή τα μολυσμένα φαγητά και να σωθή.

Δ Μακ. 10,2       ὁ δὲ ἀναβοήσας ἔφη· ἢ ἀγνοεῖτε ὅτι ὁ αὐτός με τοῖς ἀποθανοῦσιν ἔσπειρε πατήρ, καὶ ἡ αὐτὴ μήτηρ ἐγέννησε, καὶ ἐπὶ τοῖς αὐτοῖς ἀνετράφημεν δόγμασιν;

Δ Μακ. 10,2             Αυτός όμως με μεγάλην κραυγήν είπεν· “αλλά αγνοείτε πράγματι, ότι ο ίδιος πατέρας με έσπειρε και η ίδια μητέρα με εγέννησε, όπως τους προ ολίγου μαρτυρήσαντας αδελφούς μου, και με την αυτήν πίστιν ανετράφημεν όλοι;

Δ Μακ. 10,3       οὐκ ἐξόμνυμαι τὴν εὐγενῆ τῆς ἀδελφότητός μου συγγένειαν.

Δ Μακ. 10,3              Δεν απορρίπτω τον ευγενή δεσμόν της αδελφωσύνης.

Δ Μακ. 10,4       πρὸς ταῦτα εἴ τι ἔχετε κολαστήριον προσαγάγετε τῷ σώματί μου· τῆς γὰρ ψυχῆς μου, οὐδ᾿ ἂν θέλητε ἅψασθαι, δύνασθε.

Δ Μακ. 10,4             Εάν έχετε κανένα άλλο βασανιστήριον, έκτος από αυτά εδώ, φέρετέ τα δια το σώμα μου. Διότι την ψυχήν μου, και εάν ακόμη θέλετε, δεν ημπορείτε ούτε καν να την εγγίσετε”.

Δ Μακ. 10,5       οἱ δὲ πικρῶς ἐνέγκαντες τὴν παῤῥησίαν τοῦ ἀνδρός, ἀρθρεμβόλοις ὀργάνοις τὰς χεῖρας αὐτοῦ καὶ τοὺς πόδας ἐξήρθρουν καὶ ἐξ ἁρμῶν ἀναμοχλεύοντες ἐξεμέλιζον,

Δ Μακ. 10,5              Εκείνοι τότε με μοχθηράν δυσαρέσκειαν ανεχθέντες το θάρρος του νέου εξήρθρωσαν τας χείρας και τους πόδας του με όργανα στρεβλωτικά των αρθρώσεων και εκβαλλοντες τα οστά από τους αρμούς των ηχρήστευαν τα μέλη του,

Δ Μακ. 10,6       καὶ τοὺς δακτύλους καὶ τοὺς βραχίονας καὶ τὰ σκέλη καὶ τοὺς ἀγκῶνας περιέκλων.

Δ Μακ. 10,6             καίετσάκιζαν τα δάκτυλα, τους βραχίονας, τα σκέλη και τους αγκώνας.

Δ Μακ. 10,7       καὶ κατὰ μηδένα τρόπον ἰσχύοντες αὐτὸν ἄγξαι περισύραντες τό δέρμα σὺν ἄκραις ταῖς τῶν δακτύλων κορυφαῖς ἀπεσκύθιζον· καὶ εὐθέως ἦγον ἐπὶ τὸν τροχόν,

Δ Μακ. 10,7              Επειδή όμως με κανένα τρόπον δεν ήσαν τόσον ισχυροί, ώστε να δημιουργήσουν απόγνωσιν, αφού ετράβηξαν το δέρμα γύρω από το σώμα μαζή με τας κορυφάς των δακτύλων, ήρχισαν να τον γδέρνουν και έτσι τον ωδήγησαν αμέσως στον τροχόν.

Δ Μακ. 10,8       περὶ ὃν ἐκ σπονδύλων ἐκμελιζόμενος ἑώρα τὰς ἑαυτοῦ σάρκας περιλακιζομένας καὶ κατὰ σπλάγχνων σταγόνας αἵματος ἀποῤῥεούσας.

Δ Μακ. 10,8             Καθώς δε τον περιέστρεφαν, ήρχισεν αυτός να σπαράσσεται από της σπονδυλικής στήλης και έβλεπε τας σάρκας του να διασκορπίζωνται εις μικρά κομμάτια και από τα σπλάγχνα του να ρέουν σταγόνες αίματος.

Δ Μακ. 10,9       μέλλων δὲ ἀποθνήσκειν ἔφη·

Δ Μακ. 10,9             Οταν επρόκειτο να αποθάνη, είπεν·

Δ Μακ. 10,10      ἡμεῖς μέν, ὦ μιαρώτατε τύραννε, διὰ παιδείαν καὶ ἀρετὴν Θεοῦ ταῦτα πάσχομεν·

Δ Μακ. 10,10            “ημείς, μιαρώτατε τύραννε, υποφέρομεν τα δείνα αυτά ως δοκιμασίαν από τον Θεόν χάριν της ιδικής μας τελειώσεως εις την αρετήν.

Δ Μακ. 10,11      σὺ δὲ διὰ τὴν ἀσέβειαν καὶ μιαιφονίαν ἀκαταλύτους καρτερήσεις βασάνους. –

Δ Μακ. 10,11            Συ όμως εξ αιτίας της ασεβείας σου και των ανιέρων φόνων, που διαπράττεις, θα υποστής αιώνια βασανιστήρια”.

Δ Μακ. 10,12      Καὶ τούτου θανόντος ἀδελφοπρεπῶς, τὸν τέταρτον ἐπεσπῶντο λέγοντες·

Δ Μακ. 10,12            Οταν δε και αυτός απέθανεν ανταξίως των αδελφών του, έσυραν τον τέταρτον εκεί πλησίον και του ελεγαν·

Δ Μακ. 10,13      μὴ συμμανῇς καὶ σὺ τοῖς ἀδελφοῖς σου τὴν αὐτὴν μανίαν, ἀλλὰ πεισθεὶς τῷ βασιλεῖ, σῷζε σεαυτόν.

Δ Μακ. 10,13            “μη θελήσης να συμμερισθής και συ την ιδίαν μανίαν με τους αδελφούς σου. Υπάκουσε στον βασιλέα και σώσε τον εαυτόν σου”.

Δ Μακ. 10,14      ὁ δὲ αὐτοῖς ἔφη· οὐχ οὕτως καυστικώτερον ἔχετε κατ᾿ ἐμοῦ τὸ πῦρ ὥστε με δειλανδρῆσαι.

Δ Μακ. 10,14            Εκείνος όμως απήντησεν εις αυτούς· “δεν έχει τόσον μεγαλυτέραν καυστικήν ενέργειαν το πυρ εναντίον μου, παρ’ όσον στους αδελφούς μου, ώστε να με κάμετε να δείξω δειλίαν.

Δ Μακ. 10,15      μὰ τὸν μακάριον τῶν ἀδελφῶν μου θάνατον καὶ τὸν αἰώνιον τοῦ τυράννου ὄλεθρον καὶ τὸν ἀΐδιον τῶν εὐσεβῶν βίον οὐκ ἀρνήσομαι τὴν εὐγενῆ ἀδελφότητα.

Δ Μακ. 10,15            Ορκίζομαι στον μακάριον θάνατον των αδελφών μου και στον αιώνιον όλεθρον του τυράννου, όπως επίσης και εις την αιωνίαν ζωήν των ευσεβών, ότι δεν θα αρνηθώ τον ευγενή αδελφικόν μου σύνδεσμον.

Δ Μακ. 10,16      ἐπινόει, τύραννε, βασάνους, ἵνα καὶ διὰ τούτων μάθῃς, ὅτι ἀδελφός εἰμι τῶν προβασανισθέντων.

Δ Μακ. 10,16            Επινόησε, τύραννε, και άλλα βασανιστήρια, δια να μάθης και με τον τρόπον αυτόν ότι είμαι αδελφός εκείνων, οι οποίοι προηγουμένως εβασανίσθησαν.

Δ Μακ. 10,17      ταῦτα ἀκούσας ὁ αἱμοβόρος καὶ φονώδης καὶ παμμιαρώτατος Ἀντίοχος, ἐκέλευσε τὴν γλῶτταν αὐτοῦ ἐκτεμεῖν.

Δ Μακ. 10,17            Οταν ήκουσε τους λόγους αυτούς ο αιμοβόρος και εγκληματικός και παμμιαρώτατος Αντίοχος, διέταξε να του αποκόψουν την γλώσσαν.

Δ Μακ. 10,18      ὁ δὲ ἔφη· κἂν ἀφέλῃς τὸ τῆς φωνῆς ὄργανον, καὶ σιωπώντων ἀκούει ὁ Θεός·

Δ Μακ. 10,18            Εκείνος όμως επρόφθασε να είπη· “και εάν μου αφαίρεσης το όργανον της ομιλίας, ο Θεός με ακούει, όπως ακούει και δσους σιωπούν.

Δ Μακ. 10,19      ἰδοὺ προκεχάλασται ἡ γλῶσσα, τέμνε, οὐ γὰρ παρά τοῦτο τὸν λογισμὸν ἡμῶν γλωσσοτομήσεις.

Δ Μακ. 10,19            Ιδού, έχει βγη έξω η γλώσσα μου και κόψε αυτήν. Δεν ημπορείς βεβαίως μαζή με αυτήν να κόψης σαν την γλώσσαν και τον λογισμόν.

Δ Μακ. 10,20      ἡδέως ὑπὲρ τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ τὰ τοῦ σώματος μέλη ἀκρωτηριαζόμεθα.

Δ Μακ. 10,20           Με πολλήν ευχαρίστησιν δεχόμεθα ακρωτηριασμόν των μελών του σώματός μας χάριν του θείου νόμου.

Δ Μακ. 10,21      σὲ δὲ ταχέως μετελεύσεται ὁ Θεός, τὴν γὰρ τῶν θείων ὕμνων μελῳδὸν γλῶτταν ἐκτέμνεις.

Δ Μακ. 10,21            Σε όμως ταχέως θα καταδιώξη ο Θεός, διότι αποκόπτεις την γλώσσαν, η οποία ψάλλει τας μελωδίας των θείων ύμνων”.

 

 

Δ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 11

 

Δ Μακ. 11,1       Ὡς δὲ καὶ οὗτος ταῖς βασάνοις καταικισθεὶς ἐναπέθανεν, ὁ πέμπτος παρεπήδησε λέγων·

Δ Μακ. 11,1               Αμέσως μόλις και αυτός απέθανεν εν μέσω σκληρότατου βασανισμού, ώρμησεν ο πέμπτος στον χώρον του μαρτυρίου λέγων·

Δ Μακ. 11,2       οὐ μέλλω, τύραννε, πρὸς τὸν ὑπὲρ τῆς ἀρετῆς βασανισμὸν παραιτεῖσθαι,

Δ Μακ. 11,2              “δεν πρόκειται, τύρανε, να παραιτηθώ από τον, χάριν της αρετής, βασανισμόν.

Δ Μακ. 11,3       αὐτὸς δ᾿ ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ παρῆλθον, ὅπως κἀμὲ κατακτείνας περὶ πλειόνων ἀδικημάτων ὀφειλήσῃς τῇ οὐρανίῳ δίκῃ τιμωρίαν.

Δ Μακ. 11,3              Ηλθον έδω ο ίδιος αυτοπροαιρέτως, δια να φονεύσης και εμέ και να γίνης έτσι ένοχος τιμωρίας από την θείαν δίκην δια περισσότερα αδικήματα.

Δ Μακ. 11,4       ᾦ μισάρετε καὶ μισάνθρωπε, τί δράσαντας ἡμᾶς τοῦτον πορθεῖς τὸν τρόπον;

Δ Μακ. 11,4              Εχθρέ της αρετής και τα ανθρώπων, τι επράξαμεν και μας φονεύεις κατ’ αυτόν τον τρόπον;

Δ Μακ. 11,5       ἢ κακόν σοι δοκεῖ ὅτι τὸν πάντων κτίστην εὐσεβοῦμεν καὶ κατὰ τὸν ἐνάρετον αὐτοῦ ζῶμεν νόμον;

Δ Μακ. 11,5              Θεωρείς κακόν ότι αποδίδομεν λατρείαν στον κτίστην των όλων και ρυθμίζομεν την ζωη μας σύμφωνα με τον ηθικόν νόμον του;

Δ Μακ. 11,6       ἀλλὰ ταῦτα τιμῶν, οὐ βασάνων ἐστὶν ἄξια.

Δ Μακ. 11,6              Τούτο όμως είναι άξιον τιμής και όχι βασανισμών.

Δ Μακ. 11,7       εἴπερ ᾐσθάνου ἀνθρώπου πόθον καὶ ἐλπίδα εἶχες παρὰ Θεῷ σωτηρίου·

Δ Μακ. 11,7              Εάν είχες ανθρώπινα αισθήματα, θα είχες πόθον και ελπίδαν εύρης σωτηρίαν εκ μέρους του Θεού.

Δ Μακ. 11,8       νυνὶ δὲ ἀλλότριος ὢν Θεοῦ πολεμεῖς τοὺς εὐσεβοῦντας εἰς τὸν Θεόν.

Δ Μακ. 11,8              Συ όμως είσαι εχθρός του Θεού και πολεμείς τους αποδίδοντας εις αυτόν σεβασμόν”.

Δ Μακ. 11,9       τοιαῦτα δὲ λέγοντα οἱ δορυφόροι δήσαντες αὐτὸν εἷλκον ἐπὶ τὸν καταπέλτην,

Δ Μακ. 11,9              Ενῷ ωμιλούσε κατ’ αυτόν τον τρόπον, οι στρατιώται τον έδεσαν και το έσυραν προς τον καταπέλτην.

Δ Μακ. 11,10      ἐφ᾿ ὃν δήσαντες αὐτὸν ἐπὶ τὰ γόνατα καὶ ταῦτα ποδάγραις σιδηραῖς ἐφαρμόσαντες τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ περὶ τροχιαῖον σφῆνα κατέκαμψαν, περὶ ὃν ὅλος περὶ τὸν τροχὸν σκορπίου τρόπον ἀνακλώμενος ἐξεμελίζετο.

Δ Μακ. 11,10            Αφού τον έδεσαν επάνω εις αυτόν, τον ηνάγκασαν να κάμψη τα γόνατα προσαρμόζοντες τους πόδας του εις σιδηράς ποδάγρας. Ελύγισαν δε και την μέσην του γύρω από τον άξονα του τροχού. Αυτό λυγισμένος γύρω από τον άξονα κατ’ τον τρόπον του σκορπιού, ησθάνθη να αποκόπτωνται τα μέλη του.

Δ Μακ. 11,11      κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον καὶ τὸ πνεῦμα στενοχωρούμενος καὶ τὸ σῶμα ἀγχόμενος,

Δ Μακ. 11,11             Εις αυτήν την οδυνηράν και αγχώδη τόσον δια το πνεύμα όσον και δια το σώμα θέσιν είχε την δύναμιν να λέγη·

Δ Μακ. 11,12      καλάς, ἔλεγεν, ἄκων, ᾦ τύραννε, χάριτας ἡμῖν χαρίζῃ διὰ γενναιοτέρων πόνων ἐπιδείξασθαι παρέχων τὴν εἰς τὸν νόμον ἡμῶν καρτερίαν. –

Δ Μακ. 11,12            “χωρίς να θέλης, τύραννε, μας προσφέρης ωραίαν εκδούλευσιν, διότι παρέχεις εις ημάς ευκαιρίαν να δείξωμεν την καρτερίαν και την αφοσίωσίν μας στον Νομον μας δια μέσου πονών ισχυροτέρων”.

Δ Μακ. 11,13      Τελευτήσαντος δὲ καὶ τούτου, ὁ ἕκτος ἤγετο μειρακίσκος, ὃς πυνθανομένου τοῦ τυράννου εἰ βούλοιτο φαγὼν ἀπολύεσθαι, ὁ δὲ ἔφη·

Δ Μακ. 11,13             Επειτα από το τέλος και τούτου εφέρετο ο έκτος νεανίσκος, ο οποίος εις ερώτησιν του τυράννου, αν ήθελε να φάγη και ελευθερωθή απήντησεν·

Δ Μακ. 11,14      ἐγὼ τῇ μὲν ἡλικίᾳ τῶν ἀδελφῶν μού εἰμι νεώτερος, τῇ δὲ διανοίᾳ ἡλικιώτης·

Δ Μακ. 11,14            “ως προς τη ηλικίαν είμαι βεβαίως εγώ νεώτερος από τους αδελφούς μου, κατά τας πεποιθήσεις όμως είμαι συνηλικιώτης των.

Δ Μακ. 11,15      εἰς τὰ αὐτὰ γὰρ καὶ γεννηθέντες καὶ τραφέντες, ὑπὲρ τῶν αὐτῶν καὶ ἀποθνήσκειν ὀφείλομεν ὁμοίως·

Δ Μακ. 11,15             Και αφού εγεννήθημεν και ανετράφημεν με τας αυτάς αρχάς, προς χάριν αυτών των αρχών οφείλομεν εξ ίσου και να αποθάνωμεν.

Δ Μακ. 11,16      ὥστε εἰ σοὶ δοκεῖ βασανίζειν μὴ μιαροφαγοῦντα, βασάνιζε.

Δ Μακ. 11,16            Ωστε αν θεωρής καλό να με βασανίζης, επειδή δεν τρώγω ακάθαρτα, βασάνιζέ με”.

Δ Μακ. 11,17      ταῦτα αὐτὸν εἰπόντα παρῆγον ἐπὶ τὸν τροχόν,

Δ Μακ. 11,17             Οταν είπεν αυτούς τους λόγους, τον οδήγησαν στο τροχόν

Δ Μακ. 11,18      ἐφ᾿ οὗ κατατεινόμενος ἐκμελῶς καὶ ἐκσπονδυλιζόμενος ὑπεκαίετο.

Δ Μακ. 11,18            και επάνω εις αυτόν τον ετέντωσαν μέχρι εξαρθρώσεως των μελών και αποσπάσεως των σπονδύλων, ενώ συγχρόνως εκαίετο από το κάτωθεν αυτού πυρ

Δ Μακ. 11,19      καὶ ὀβελίσκους δὲ ὀξεῖς πυρώσαντες, τοῖς νώτοις προσέφερον καὶ τὰ πλευρὰ διαπείραντες αὐτοῦ τὰ σπλάγχνα διέκαιον.

Δ Μακ. 11,19            Αφού δε επύρωσαν και σούβλες αιχμηρές έκαιον τα νώτα του και διαπεράσαντες τας πλευράς του με αυτάς κατέκαια τα σπλάγχνα του.

Δ Μακ. 11,20      ὁ δὲ βασανιζόμενος, ὦ ἱεροπρεποῦς ἀγῶνος, ἔλεγεν, ἐφ᾿ ὃν διὰ τὴν εὐσέβειαν εἰς γυμνασίαν πόνων ἀδελφοὶ τοσοῦτοι κληθέντες οὐκ ἐνικήθημεν.

Δ Μακ. 11,20            Εν τω μέσω ο των βασάνων του έλεγεν· “ω ιερώτατε αγών, εις αυτόν δια την πίστιν μας πόσο αδελφοί εκλήθημεν να δοκιμασθώμεν εις τους πόνους και δεν ενικήθημεν!

Δ Μακ. 11,21      ἀνίκητος γάρ ἐστιν, ὦ τύραννε, ἡ εὐσεβὴς ἐπιστήμη.

Δ Μακ. 11,21            Διότι είναι ανίκητον, τύραννε, το ευσεβές φρόνημα.

Δ Μακ. 11,22      καλοκἀγαθίᾳ καθωπλισμένος τεθνήξομαι μὲν κἀγὼ μετὰ τῶν ἀδελφῶν μου,

Δ Μακ. 11,22            Ωπλισμένος με την αρετήν θα αποθάνω και εγώ μαζή με τους αδελφούς μου.

Δ Μακ. 11,23      σὺ δέ, ὦ τύραννε, μέγαν σοὶ προσλαβὼν καὶ αὐτὸς τιμωρόν, καινουργὲ τῶν βασάνων καὶ πολέμιε τῶν ἀληθῶς εὐσεβούντων

Δ Μακ. 11,23            Συ όμως, τύραννε, εφευρέτα βασανιστηρίων και εχθρέ των γνησίων πιστών, θα αποθάνης επισύρων συ ο ίδιος δια τον εαυτόν σου μέγαν τιμωρόν.

Δ Μακ. 11,24      ἓξ μειράκια καταλελύκαμέν σου τὴν τυραννίδα·

Δ Μακ. 11,24            Εξ μικροί νέοι έχομεν καταλύσει και εξευτελίσει την τυραννιικήν εξουσίαν σου.

Δ Μακ. 11,25      τὸ γὰρ μὴ δυνηθῆναί σε μεταπεῖσαι τὸν λογισμὸν ἡμῶν μήτε βιάσασθαι πρὸς τὴν μιαροφαγίαν οὐ κατάλυσίς ἐστί σου;

Δ Μακ. 11,25            Διότι το γεγονός ότι δεν ημπόρεσες να μεταπείσης τον λογισμόν μας και να μας αναγκάσης εις την γεύσιν των ακαθάρτων τροφών δεν αποτελεί τούτο κατάλυσιν της εξουσίας σου;

Δ Μακ. 11,26      τὸ πῦρ σου ψυχρὸν ἡμῖν, καὶ ἄπονοι οἱ καταπέλται, καὶ ἀδύνατος ἡ βία σου.

Δ Μακ. 11,26            Το πυρ, που άναψες εναντίον μας, είναι δροσερόν δι’ ημάς, ανώδυνοι είναι οι καταπέλται σου, ανίσχυρη η βία σου.

Δ Μακ. 11,27      οὐ γὰρ τυράννου, ἀλλὰ θείου νόμου προεστήκασιν ἡμῶν οἱ δορυφόροι· διὰ τοῦτο ἀνίκητον ἔχομεν τὸν λογισμόν.

Δ Μακ. 11,27            Δεν μας απειλούν οι δορυφόροι του τυράννου, διότι παραστέκουν κοντά μας οι δορυφόροι του θείου Νομου. Δια τούτο έχομεν ανικητον το φρόνημα”.

 

 

Δ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 12

 

Δ Μακ. 12,1       Ὡς δὲ καὶ οὗτος μακαρίως ἐναπέθανε καταβληθεὶς εἰς λέβητα, ὁ ἕβδομος παρεγίνετο πάντων νεώτερος.

Δ Μακ. 12,1              Οταν δε και αυτός έλαβε μακάριον θάνατον ριφθείς εις λέβητα, έφθασεν ο έβδομος, ο νεώτερος από όλους.

Δ Μακ. 12,2       ὃν κατοικτειρήσας ὁ τύραννος, καίπερ δεινῶς ὑπὸ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ κακισθείς, ὁρῶν ἤδη τὰ δεσμὰ περικείμενον,

Δ Μακ. 12,2             Ησθάνθη όμως ο τύραννος δι’ αυτόν μεγάλην ευσπλαγχνίαν, μολονότι είχεν υποστή εκ μέρους των αδελφών του φοβερόν εξευτελισμόν.

Δ Μακ. 12,3       πλησιέστερον αὐτὸν μετεπέμψατο καὶ παρηγορεῖν ἐπειρᾶτο λέγων·

Δ Μακ. 12,3              Και βλέπων αυτόν δεμένον τον εκάλεσε πιο κοντά του και προσπαθούσε να τον πείση λέγων·

Δ Μακ. 12,4       τῆς μὲν τῶν ἀδελφῶν σου ἀπονοίας τὸ τέλος ὁρᾷς· διὰ γὰρ ἀπείθειαν στρεβλωθέντες τεθνήκασι· σὺ δέ, εἰ μὲν μὴ πεισθείης, τάλας βασανισθεὶς καὶ αὐτὸς τεθνήξῃ πρὸ ὥρας.

Δ Μακ. 12,4             “βλέπεις, ποίον υπήρξε το τέλος της ανοησίας των αδελφών σου. Εξ αιτίας της ανυπακοής των απεθαναν βασανισθέντες. Αλλά και συ, δυστυχισμένε, αν δεν υπακούσης, θα αποθάνης και ο ίδιος, πριν έλθη η ώρα σου, αφού προηγουμένως βασανισθής.

Δ Μακ. 12,5       πεισθεὶς δὲ φίλος ἔσῃ καὶ τῶν ἐπὶ τῆς βασιλείας ἀφηγήσῃ πραγμάτων.

Δ Μακ. 12,5              Αν όμως υπακούσης, θα γίνης, αγαπητός μου και θα λάβης ηγεμονικόν αξίωμα εις την διοίκησιν του κράτους μου”.

Δ Μακ. 12,6       καὶ ταῦτα παρακαλῶν, τὴν μητέρα τοῦ παιδὸς μετεπέμψατο, ὅπως αὐτὴν ἐλεήσας τοσούτων υἱῶν στερηθεῖσαν παρορμήσειεν ἐπὶ τὴν σωτήριον εὐπείθειαν τὸν περιλειπόμενον.

Δ Μακ. 12,6             Και ενώ τον συνεβούλευεν έτσι, εκάλεσε την μητέρα του παιδιού με την ελπίδα, ότι αυτή θα λυπηθή τον εαυτόν της, που έχασε τόσα τέκνα, και θα παρορμήση το απομένον εις αυτήν τέκνον να υπακούση, δια να σωθή από τον βασανισμόν.

Δ Μακ. 12,7       ὁ δὲ τῆς μητρὸς τῇ ἑβραΐδι φωνῇ προτρεψαμένης αὐτὸν (ὡς ἐροῦμεν μετὰ μικρὸν ὕστερον), ἀπολύσατέ με, φησίν·

Δ Μακ. 12,7              Αυτός όμως έπειτα από την προτροπήν, την οποίαν του έκαμε η μητέρα του εις την εβραϊκήν γλώσσαν, (και δια την οποίαν θα ομιλήσωμεν αμέσως κατόπιν), είπε· “λύσατε τα δεσμά μου,

Δ Μακ. 12,8       εἴπω τι τῷ βασιλεῖ καὶ τοῖς σὺν αὐτῷ φίλοις πᾶσι.

Δ Μακ. 12,8             διότι έχω να αναφέρω κάτι στον βασιλέα και εις όλους τους φίλους, που είναι κοντά του”.

Δ Μακ. 12,9       καὶ ἐπιχαρέντες ὅ τε βασιλεὺς καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μάλιστα ἐπὶ τῇ ἐπαγγελίᾳ τοῦ παιδὸς ταχέως ἔλυσαν αὐτόν.

Δ Μακ. 12,9             Ο βασιλεύς και οι γύρω του εχάρησαν πάρα πολύ δια την δήλωσιν αυτήν του παιδίου και τον έλυσαν αμέσως.

Δ Μακ. 12,10      καὶ δραμὼν ἐπὶ πλησίον τῶν τηγάνων ἔφη·

Δ Μακ. 12,10            ‘Αφου τότε αυτός έτρεξε πλησίον εις τα τηγάνια του βασανισμού εφωναξε·

Δ Μακ. 12,11      ἀνόσιε, φησίν, καὶ πάντων τῶν πονηρῶν ἀσεβέστατε τύραννε, οὐκ ᾐδέσθης παρὰ τοῦ Θεοῦ λαβὼν τὰ ἀγαθὰ καὶ τὴν βασιλείαν τοὺς θεράποντας αὐτοῦ κατακτεῖναι καὶ τοὺς εὐσεβείας ἀσκητὰς στρεβλῶσαι;

Δ Μακ. 12,11            “ανόητε και από όλους τους φαύλους ασεβέστατε τύραννε, δεν ησθάνθης εντροπήν μολονότι έλαβες πάρα του Θεού τα πλούτη και την βασιλείαν, να φονεύσης του υπηρέτας του και να υποβάλης εις μαρτύρια τους τηρητάς της ευσεβείας;

Δ Μακ. 12,12      ἀνθ᾿ ὧν ταμιεύσεταί σε ἡ θεία δίκη πυκνοτέρῳ καὶ αἰωνίῳ πυρὶ καὶ βασάνοις, αἳ εἰς ὅλον τὸν αἰῶνα οὐκ ἀνήσουσί σε.

Δ Μακ. 12,12            Δια τούτο σε προορίζει η θεία δίκη δια σφοδρότερον πυρ και αιώνιον και δια βασανιστήρια, που δεν θα σε αφήσουν εις όλους τους αιώνας.

Δ Μακ. 12,13      οὐκ ᾐδέσθης ἄνθρωπος ὤν, θηριωδέστατε, τοὺς ὁμοιοπαθεῖς καὶ ἐκ τῶν αὐτῶν γεγονότας στοιχείων γλωττοτομῆσαι καὶ τοῦτον καταικίσας τὸν τρόπον βασανίσαι;

Δ Μακ. 12,13            Συ, που, ενώ είσαι άνθρωπος, έγινες αγριώτατον θηρίον δεν ησθάνθης εντροπήν να κόψης τη γλώσσαν, να βασανίης και να κακοποιήσης κατ’ αυτόν τον τρόπον ανθρώπους ομοίους σου, που έχουν πλασθή με το αυτά υλικά στοιχεία;

Δ Μακ. 12,14      ἀλλ᾿ οἱ μὲν εὐγενῶς ἀποθανόντες ἐπλήρωσαν τὴν εἰς τὸν Θεὸν εὐσέβειαν,

Δ Μακ. 12,14            Αλλ’ εκείνο μεν ωλοκλήρωσαν την ευσέβειαν προς το Θεόν με τον ευγενή θάνατόν των.

Δ Μακ. 12,15      σὺ δὲ κακὸς κακῶς οἰμώξεις τοὺς τῆς ἀρετῆς ἀγωνιστὰς ἀναιτίως ἀποκτείνας.

Δ Μακ. 12,15            Συ όμως, κακός καθώς είσαι, θα θρηνήση κακώς, διότι εφόνευσες αδίκως τους αδελφούς τους αθλητάς της αρετής”.

Δ Μακ. 12,16      ὅθεν καὶ αὐτὸς ἀποθνήσκειν μέλλων ἔφη·

Δ Μακ. 12,16            Τέλος ενώ επρόκειτο να αποθάνη και αυτός συνεπλήρωσε·

Δ Μακ. 12,17      οὐκ ἀπαυτομολῶ τῆς τῶν ἀδελφῶν μου ἀριστείας·

Δ Μακ. 12,17            “δεν θα γίνω λιποτάκτης στον αγώνα, στον οποίον ηρίστευσαν οι αδελφοί μου·

Δ Μακ. 12,18      ἐπικαλοῦμαι δὲ τὸν πατρῷον Θεόν, ὅπως ἵλεως γένηται τῷ γένει μου.

Δ Μακ. 12,18            παρακαλώ επί πλέον τον Θεόν των πατέρων μου να φανή εύσπλαγχνος στο έθνος μου

Δ Μακ. 12,19      σὲ δὲ καὶ ἐν τῷ νῦν βίῳ καὶ θανόντα τιμωρήσεται.

Δ Μακ. 12,19            Σε όμως και εις την παρούσαν κα εις την μέλλουσαν ζωήν θα τιμωρήση ο Θεός”.

Δ Μακ. 12,20      καὶ ταῦτα κατευξάμενος, ἑαυτὸν ἔῤῥιψε κατά τῶν τηγάνων, καὶ οὕτως ἀπέδωκε τὴν ψυχήν.

Δ Μακ. 12,20           Και αφού διετύπωσε τους βαρείς αυτούς λόγους ερρίφθη μόνος του εις τα τηγάνια βασανίσμού και έτσι παρέδωκε την ψυχήν.

 

 

Δ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 13

 

Δ Μακ. 13,1       Εἰ δὲ τοίνυν τῶν μέχρι θανάτου πόνων ὑπερεφρόνησαν οἱ ἑπτὰ ἀδελφοί, συνομολογεῖται πανταχόθεν ὅτι αὐτοδέσποτός ἐστι τῶν παθῶν ὁ εὐσεβὴς λογισμός.

Δ Μακ. 13,1              Αν λοιπόν οι επτά αδελφοί περιεφρόνησαν τους θανασίμους αυτούς αγώνας, συνάγεται αυτό όλα αυτά τα στοιχεία ότι ο ευσεβής λογισμός είναι κυρίαρχος επί των παθών.

Δ Μακ. 13,2       εἰ γὰρ τοῖς πάθεσι δουλωθέντες ἐμιαροφάγησαν, ἐλέγομεν ἂν τούτοις αὐτοὺς νενικῆσθαι·

Δ Μακ. 13,2              Διότι, εάν έτρωγαν ακαθάρτους τροφάς υποδουλούμενοι εις τα πάθη, θα ελέγαμεν ότι αυτοί είχαν νικηθή από αυτά.

Δ Μακ. 13,3       νυνὶ δὲ οὐχ οὕτως, ἀλλὰ τῷ ἐπαινουμένῳ παρὰ Θεῷ λογισμῷ περιεγένετο τῶν παθῶν.

Δ Μακ. 13,3              Εις την πραγματικόττα όμως δεν συμβαίνει αυτό, αλλά με τον λογισμόν, τον οποίον επαινεί ο Θεός ενίκησαν τα πάθη.

Δ Μακ. 13,4       ὧν οὐκ ἔστι παριδεῖν τὴν ἡγεμονίαν τῆς διανοίας· ἐπεκράτησαν γὰρ καὶ πάθους καὶ πόνων.

Δ Μακ. 13,4              Εις την περίπτωσι των επτά αδελφών είναι αδύνατον να παραβλέψωμεν την ηγεμονίαν της διανοίας. Ανεδείχθησαν αυτοί νικηταί και του πάθους και των βασάνων.

Δ Μακ. 13,5       πῶς οὖν οὐκ ἔστι τούτοις τὴν τῆς εὐλογιστίας παθοκρατορίαν ὁμολογεῖν, οἳ τῶν μὲν διὰ πυρὸς ἀλγηδόνων οὐκ ἐπεστράφησαν;

Δ Μακ. 13,5              Πως, λοιπόν είναι δυνατόν να μη αναγναρίσωμεν ει αυτούς κυριαρχίαν του ορθού λογισμού επί των παθών, εις αυτούς, οι οποίοι δε απέφυγον τους πόνους, που προκαλεί το πυρ;

Δ Μακ. 13,6       καθάπερ γὰρ προβλῆτες λιμένων πύργοι τὰς τῶν κυμάτων ἀπειλὰς ἀνακόπτοντες γαληνὸν παρέχουσι τοῖς εἰσπλέουσι τὸν ὅρμον,

Δ Μακ. 13,6              Οπως οι κυματοθραύσται στους λιμένας ανακόπτουν τας απειλάς της θαλάσσης και εξασφαλίζουν γαλήνιον προσόρμησιν εις όσους εισέρχονται,

Δ Μακ. 13,7       οὕτως ἡ ἑπτάπυργος τῶν νεανίσκων εὐλογιστία τὸν τῆς εὐσεβείας ὀχυρώσασα λιμένα τὴν τῶν παθῶν ἐνίκησεν ἀκολασίαν.

Δ Μακ. 13,7              έτσι και ο επτάπυργος καλός λογισμός αυτών των νέων, αφού εξησφάλισε τον λιμένα της ευσεβείας, ενίκησε την αχολασίαν των παθών.

Δ Μακ. 13,8       ἱερὸν γὰρ εὐσεβείας στήσαντες χορὸν παρεθάρσυνον ἀλλήλους λέγοντες·

Δ Μακ. 13,8              Αφού, δηλαδή, έστησαν τον ιερόν χορόν της πίστεως, ενεθάρρυναν ο ένας τον άλλον λέγοντες·

Δ Μακ. 13,9       ἀδελφικῶς ἀποθάνοιμεν ἀδελφοὶ περὶ τοῦ νόμου· μιμησώμεθα τοὺς τρεῖς τοὺς ἐπὶ τῆς Ἀσσυρίας νεανίσκους, οἳ τῆς ἰσοπάλιδος καμίνου κατεφρόνησαν.

Δ Μακ. 13,9              “Ας αποθάνωμεν, αδελφοί, αδελφικώς, προς χάριν του Νομου, ας μιμηθώμεν τους τρεις παίδας, που ήθλησαν εις την Ασσυρίαν. Εκείνοι περιεφρόνησαν την ιδίαν φοβεράν κάμινον.

Δ Μακ. 13,10      μὴ δειλανδρήσωμεν πρὸς τὴν τῆς εὐσεβείας ἀπόδειξιν.

Δ Μακ. 13,10            Ας μη φανώμεν άνδρες δειλοί εις την διακήρυξιν της ευσεβείας”!

Δ Μακ. 13,11      καὶ ὁ μέν, θάῤῥει, ἀδελφέ, ἔλεγεν· ὁ δέ, εὐγενῶς καρτέρησον,

Δ Μακ. 13,11             Ο ένας έλεγε· “θάρρος, αδελφέ”· ο άλλος υπόμενεν ως γενναίος.

Δ Μακ. 13,12      ὁ δέ, καταμνησθεὶς ἔλεγε· μνήσθητε πόθεν ἐστὲ ἢ τίνος πατρὸς χειρὶ σφαγιασθῆναι διὰ τὴν εὐσέβειαν ὑπέμεινεν Ἰσαάκ.

Δ Μακ. 13,12            Ο τρίτος έφερε ζωηρά εις την μνήμην του προγονικά άθλα και έλεγεν· “ενθυμηθήτε από ποίους κατάγεσθε και από ποίου πατρός χέρι είχε δεχθή, δια λόγους ευσεβείας να σφαγιασθή ο Ισαάκ”!

Δ Μακ. 13,13      εἷς δὲ ἕκαστος καὶ ἀλλήλους ὁμοῦ πάντες ἐφορῶντες φαιδροὶ καὶ μάλα θαῤῥαλέοι, ἑαυτούς, ἔλεγον, τῷ Θεῷ ἀφιερώσωμεν ἐξ ὅλης τῆς καρδίας τῷ δόντι τὰς ψυχὰς καὶ χρήσωμεν τῇ περὶ τὸν νόμον φυλακῇ τὰ σώματα.

Δ Μακ. 13,13            Ο καθένας δε και όλοι μαζή παρατηρούντες τους αδελφούς των, χαρούμενοι και γεμάτοι θάρρος έλεγαν· “ας αφιερώσωμεν τας ψυχάς μας στον Θεόν, που μας τας έδωσε. Και ας διαθέσωμεν τα σώματά μας δια την τήρησιν του Νομου.

Δ Μακ. 13,14      μὴ φοβηθῶμεν τὸν δοκοῦντα ἀποκτέννειν τὸ σῶμα·

Δ Μακ. 13,14            Ας μη φοβηθώμεν εκείνον, που έχει πάρει την απόφασιν να θανατώση το σώμα.

Δ Μακ. 13,15      μέγας γὰρ ψυχῆς ἀγὼν καὶ κίνδυνος ἐν αἰωνίῳ βασάνῳ κείμενος τοῖς παραβᾶσι τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ.

Δ Μακ. 13,15            Διότι είναι μέγας ο αγών δια την ψυχήν, όπως επίσης μέγας είναι και ο κίνδυνος, που αναμένει εις τα αιώνια βασανιστήρια αυτούς, που παραβαίνουν την εντολήν του Θεού.

Δ Μακ. 13,16      καθοπλισώμεθα τοιγαροῦν τῇ τοῦ θείου λογισμοῦ παθοκρατορίᾳ.

Δ Μακ. 13,16            Ας οπλισθώμεν, λοιπόν, με την κυριαρχίαν του θείου λογισμού επάνω εις τα πάθη.

Δ Μακ. 13,17      οὕτως γὰρ θανόντας ἡμᾶς Ἁβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ὑποδέξονται εἰς τοὺς κόλπους αὐτῶν καὶ πάντες οἱ πατέρες ἐπαινέσουσι.

Δ Μακ. 13,17            Διότι όταν αποθάνωμεν κατ’ αυτόν τον τρόπον, θα μας υποδεχθούν στους κόλπους των ο Αβραάμ, ο Ισαάκ και το Ιακώβ και θα μας επαινέσουν όλοι οι πρόγονοί μας”.

Δ Μακ. 13,18      καὶ ἑνὶ ἑκάστῳ τῶν ἀποσπωμένων αὐτῶν ἀδελφῶν ἔλεγον οἱ περιλειπόμενοι· μὴ καταισχύνῃς ἡμᾶς, ἀδελφέ, μηδὲ ψεύσῃ τοὺς προαποθανόντας ἡμῶν ἀδελφούς.

Δ Μακ. 13,18            Εις τον καθένα δε από τους αδελφούς, ο οποίος απεσπάτο από το σύμπλεγμά των, έλεγαν όσοι απέμεναν ζωντανοί· “αδελφέ μας, μη μας ,εντροπιάσθης, μήτε να αρνηθής τους αδελφούς μας, που απέθανον προ ολίγου”.

Δ Μακ. 13,19      οὐκ ἀγνοεῖτε δὲ τὰ τῆς ἀδελφότητος φίλτρα, ἅπερ ἡ θεία καὶ πάνσοφος πρόνοια διὰ τῶν πατέρων τοῖς γενομένοις ἐμέρισε καὶ διὰ τῆς μητρῴας φυτεύσασα γαστρός,

Δ Μακ. 13,19            Δεν σας είναι βεβαίως άγνωστον το αδελφικόν φίλτρον, το οποίον η θεία και πάνσοφος πρόνοια εμοίρασε δια των πατέρων εις τα τέκνα και εφύτευσεν έντος των ψυχών των δια μέσου των μητρικών σπλάγχνων.

Δ Μακ. 13,20      ἐν ᾗ τὸν ἴσον ἀδελφοὶ κατοικήσαντες χρόνον καὶ ἐν τῷ αὐτῷ χρόνῳ πλασθέντες καὶ ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ αἵματος αὐξηθέντες καὶ διὰ τῆς αὐτῆς ψυχῆς τελεσφορηθέντες

Δ Μακ. 13,20           Εις αυτά οι επτά αδελφοί είχον αλληλοδιαδόχως κατανοήσει επί ίσον χρονικόν διάστημα και εμορφοποιήθησαν και ηυξήθησαν από το ίδιον αίμα και ετελειοποιήθησαν, αφού έλαβαν την ιδίαν ψυχήν.

Δ Μακ. 13,21      καὶ διὰ τῶν ἴσων ἀποτεχθέντες χρόνων καὶ ἀπὸ τῶν αὐτῶν γαλακτοποτοῦντες πηγῶν, ἀφ᾿ ὧν συστρέφονται ἐναγκαλισμάτων φιλάδελφοι ψυχαί·

Δ Μακ. 13,21            Εγεννήθησαν έπειτα από ίσον χρόνον κυοφορίας και εθήλασαν το γάλα από τας αυτάς πηγάς, από τας οποίας τρέφονται σφικταγκαλιασμέναι φιλάδελφοι υπάρξεις.

Δ Μακ. 13,22      καὶ αὔξοντες σφοδρότερον διὰ τῆς συντροφίας καὶ τῆς καθ᾿ ἡμέραν συνηθείας καὶ τῆς ἄλλης παιδείας καὶ τῆς ἡμετέρας ἐν νόμῳ Θεοῦ ἀσκήσεως.

Δ Μακ. 13,22           Και ακόμη περισσότερον εμεγάλωσαν και εμορφώθησαν με την συντροφιάν, με την καθημερινήν συναναστροφήν, με την άλλην αγωγήν και μόρφωσιν, όπως και με την ιδιαιτέραν γνωστή εις ημάς άσκησιν στον Νομον του Θεού

Δ Μακ. 13,23      οὕτως δὴ τοίνυν καθεστηκυίας συμπαθοῦς τῆς φιλαδελφίας, οἱ ἑπτὰ ἀδελφοὶ συμπαθέστερον ἔσχον τὴν πρὸς ἀλλήλους ὁμόνοιαν.

Δ Μακ. 13,23           Αφού κατ’ αυτόν τον τρόπον εδέθη ακόμη στενώτερον η αγάπη των ως αδελφών, οι επτά αδελφοί ησθάνθησαν περισσότερον αλληλέγγυον την μεταξύ των ομόνοιαν.

Δ Μακ. 13,24      νόμῳ γὰρ τῷ αὐτῷ παιδευθέντες καὶ τὰς αὐτὰς ἐξασκήσαντες ἀρετὰς καὶ τῷ δικαίῳ συντραφέντες βίῳ, μᾶλλον ἑαυτοὺς ἠγάπων.

Δ Μακ. 13,24           Επειδή επαιδαγωγήθησαν δηλαδή, με τον αυτόν Νομον και ήσκησαν τας αυτάς αρετάς και ανετράφησα μαζή εις ατμόσφαιραν δικαίου βίου, αγαπούσαν περισσότερον ο ένας τον άλλον

Δ Μακ. 13,25      ἡ γὰρ ὁμοζηλία τῆς καλοκἀγαθίας ἐπέτεινεν αὐτῶν τὴν πρὸς ἀλλήλους εὔνοιαν καὶ ὁμόνοιαν.

Δ Μακ. 13,25           Ο κοινός ζήλος δια την αρετήν ενίσχυε την μεταξύ των αγάπην και ομόνοιαν

Δ Μακ. 13,26      σὺν γὰρ τῇ εὐσεβείᾳ ποθεινοτέραν αὐτοῖς κατεσκεύαζον τὴν φιλαδελφίαν.

Δ Μακ. 13,26           Διότι μαζή με την ευσέβεια η περισσότερον ποθητή αρετή δι’ αυτούς ήτο η αδελφική αγάπη.

Δ Μακ. 13,27      ἀλλ᾿ ὅμως καὶ περὶ τῆς φύσεως καὶ τῆς συνηθείας καὶ τῶν τῆς ἀρετῆς ἠθῶν τὰ τῆς ἀδελφότητος αὐτοῖς φίλτρα συναυξόντων, ἀνέσχοντο διὰ τὴν εὐσέβειαν τοὺς ἀδελφοὺς οἱ ὑπολελειμμένοι, τοὺς καταικιζομένους ὁρῶντες μέχρι θανάτου βασανιζομένους.

Δ Μακ. 13,27           Αλλά, μολονότι η φύσις και η συναναστροφή και ο ενάρετος βίος ενίσχυαν τα φίλτρα της αδελφοσύνης των, εύρισκαν την δύναμιν, ώστε όσοι κάθε φοράν απέμεναν να βλέπουν με εγκαρτέρησιν τους ακρωτηριασμένους αδελφούς των να βασανίζωνται μέχρι θανάτου.

 

 

Δ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 14

 

Δ Μακ. 14,1       Προσέτι καὶ ἐπὶ τὸν αἰκισμὸν ἐποτρύνοντες, ὡς μὴ μόνον τῶν ἀλγηδόνων περιφρονῆσαι αὐτούς, ἀλλὰ καὶ τῶν τῆς τῶν ἀδελφῶν φιλαδελφίας παθῶν κρατῆσαι.

Δ Μακ. 14,1              Και οχι μόνον αυτό· αλλά και τους παρότρυναν εις μαρτύριον, ώστε οχι μόνον να περιφρονήσουν αυτό και τας αλγηδόνας, άλλα και να κυριαρχήσουν· και επί του συναισθήματος της στοργς προς τους αδελφούς.

Δ Μακ. 14,2       ὦ βασιλέως λογισμοὶ βασιλικώτεροι καὶ ἐλευθέρων ἐλευθερώτεροι.

Δ Μακ. 14,2             ω σκέψεις, βασιλικώτεραι από σκέψεις Βασιλέως και πλέον ελεύθεραι από ελευθέρους ανθρώπους!

Δ Μακ. 14,3       ὦ ἱερᾶς καὶ εὐαρμόστου περὶ τῆς εὐσεβείας τῶν ἑπτὰ ἀδελφῶν συμφωνίας.

Δ Μακ. 14,3              Ω ιερά και ευάρμοστος συμφωνία περί ευσεβείας των επτά αδελφών!

Δ Μακ. 14,4       οὐδεὶς ἐκ τῶν ἑπτὰ μειρακίων ἐδειλίασεν οὐδὲ πρὸς τὸν θάνατον ὤκνησεν,

Δ Μακ. 14,4             Κανείς από τους επτά μικρούς νέους δεν εδείλιασεν, ούτε εδίστασε προ του θανάτου.

Δ Μακ. 14,5       ἀλλὰ πάντες ὥσπερ ἐπ᾿ ἀθανασίας ὁδὸν τρέχοντες, ἐπὶ τὸν διὰ τῶν βασάνων θάνατον ἔσπευδον.

Δ Μακ. 14,5              Αλλά όλοι, ωσάν να έτρεχαν επάνω εις την οδόν της αθανασίας, έσπευδαν προς τον μαρτυρικόν θάνατον.

Δ Μακ. 14,6       καθάπερ γὰρ χεῖρες καὶ πόδες συμφώνως τοῖς τῆς ψυχῆς ἀφηγήμασιν κινοῦνται, οὕτως οἱ ἱεροὶ μείρακες ἐκεῖνοι ὡς ὑπὸ ψυχῆς μιᾶς τῆς ἀθανάτου τῆς εὐσεβείας κινούμενοι πρὸς τὸν ὑπὲρ αὐτῆς συνεφώνησαν θάνατον.

Δ Μακ. 14,6             Οπως τα χέρια και τα πόδια κινούνται σύμφωνε με τα παρορμήματα της ψυχής, έτσι και οι ιεροί εκείνοι νέοι, ωσάν να εκινούντο από μίαν ψυχήν, από ένα κοινόν φρόνημα της αθανάτου πίστεως, απεδέχθησαν όλοι αμοφώνως τον προς χάριν αυτής θάνατον.

Δ Μακ. 14,7       ὦ πανάγιε συμφώνων ἀδελφῶν ἑβδομάς· καθάπερ γὰρ ἑπτὰ τῆς κοσμοποιΐας ἡμέραι περὶ τὴν εὐσέβειαν,

Δ Μακ. 14,7              Ω παναγία επτάς ομοφώνων αδελφών! Οπως αναφέρονται εις την πίστιν μας επτά ημέραι της δημιουργίας,

Δ Μακ. 14,8       οὕτως περὶ τὴν ἑβδομάδα χορεύοντες οἱ μείρακες ἐκύκλουν τὸν τῶν βασάνων φόβον καταλύοντες.

Δ Μακ. 14,8             έτσι και οι νέοι εχόρευαν γύρω από την επτάδα κύκλειον χορόν και απεδίωκον τον φόδον των βασάνων!

Δ Μακ. 14,9       νῦν ἡμεῖς ἀκούοντες τὴν θλῖψιν τῶν νεανιῶν ἐκείνων φρίττομεν· οἱ δὲ οὐ μόνον ὁρῶντες, ἀλλ᾿ οὐδὲ μόνον ἀκούοντες τὸν παραχρῆμα ἀπειλῆς λόγον, ἀλλὰ καὶ πάσχοντες ἐνεκαρτέρουν, καὶ τοῦτο ταῖς διὰ πυρὸς ὀδύναις·

Δ Μακ. 14,9             Ημείς ακούοντες τώρα το φρικτόν μαρτύριον των νέων εκείνων αισθανόμεθα φρίκην. Εκείνοι όμως εδείκνυον εγκαρτέρησιν όχι μόνον βλέποντες, όχι μόνον ακούοντες την διαταγήν, που την στιγμήν εκείνην τους απειλούσε, αλλά και υποφέροντες αυτήν και μάλιστα τας οδύνας του πυρός,

Δ Μακ. 14,10      ὧν τί ἂν γένοιτο ἐπαλγέστερον; ὀξεῖα γὰρ καὶ σύντομος ἡ τοῦ πυρὸς οὖσα δύναμις ταχέως διέλυε τά σώματα. –

Δ Μακ. 14,10            από τας οποίας τι άλλο αλγεινότερον ημπορεί να γίνη; Διότι η δύναμις του πυρός, όπως είναι σφόδρα και σύντομος, διέλυε ταχέως τα σώματα.

Δ Μακ. 14,11      Καὶ μὴ θαυμαστὸν ἡγεῖσθε, εἰ ὁ λογισμὸς περιεκράτησε τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων ἐν ταῖς βασάνοις, ὅπου γε καὶ γυναικὸς νοῦς πολυτροπωτέρων ὑπερεφρόνησεν ἀλγηδόνων·

Δ Μακ. 14,11            Και μη θεωρείτε άξιον θαυμασμού, εάν ο λογισμός εστήριξε τους άνδρας εκείνους εν τω μέσω των μαρτυρίων, όπου και γυναικός καρδία περιεφρόνησε ποικιλωτέρους πόνους.

Δ Μακ. 14,12      ἡ μήτηρ γὰρ τῶν ἑπτὰ νεανίσκων ἐκείνων ὑπήνεγκε τὰς ἐφ᾿ ἑνὶ ἑκάστῳ τῶν τέκνων στρέβλας.

Δ Μακ. 14,12            Η μητέρα, δηλαδή, των επτά εκείνων νέων υπέφερε τας στρεβλώσεις, που εφηρμόζοντο στο καθένα από τα τέκνα της.

Δ Μακ. 14,13      θεωρεῖτε δὲ πῶς πολύπλοκός ἐστιν ἡ τῆς φιλοτεκνίας στοργὴ ἕλκουσα πάντα πρὸς τὴν τῶν σπλάγχνων συμπάθειαν,

Δ Μακ. 14,13            Βλέπετε, λοιπόν, πόσον πολυμερής είναι η προς τα τέκνα φιλοστοργία, η χρησιμοποιούσα τα πάντα από συμπάθειαν προς τους καρπούς των σπλάγχνων.

Δ Μακ. 14,14      ὅπου γε καὶ τὰ ἄλογα ζῷα ὁμοίαν τὴν εἰς τὰ ἐξ αὐτῶν γεννώμενα συμπάθειαν καὶ στοργὴν ἔχει τοῖς ἀνθρώποις.

Δ Μακ. 14,14            Ετσι και τα άλογα ζώα έχουν αγάπην και στοργήν προς τα τέκνα των ομοίαν προς την των ανθρώπων.

Δ Μακ. 14,15      καὶ γὰρ τῶν πετεινῶν τὰ μὲν ἥμερα κατὰ τὰς οἰκίας ὀροφοιτοῦντα προασπίζει τῶν νεοσσῶν,

Δ Μακ. 14,15            Εκ των πτηνών π. χ. τα ήμερα, που ζουν εις τας κατοικίας των ανθρώπων, υπερασπίζονται τους νεοσσούς των.

Δ Μακ. 14,16      τὰ δὲ κατὰ τὰς κορυφὰς ὀρέων καὶ φαράγγων ἀποῤῥῶγας καὶ δένδρων ὀπὰς καὶ τὰς τούτων ἄκρας ἐννοσσοποιησάμενα ἀποτίκτει καὶ τὸν προσιόντα κωλύει·

Δ Μακ. 14,16            Οσα δε ζουν εις τας κορυφάς των ορέων, εις τας σχισμάς των βράχων, εις των δένδρων τας οπάς η τας κορυφάς, κάμνουν εκεί τας φωλεάς των. Γεννούν και εμποδίζουν, όποιον θέλει να πλησίαση εκεί.

Δ Μακ. 14,17      εἰ δὲ καὶ μὴ δύναιντο κωλύειν, περιϊπτάμενα κυκλόθεν αὐτῶν ἀλγοῦντα τῇ στοργῇ, ἀνακαλούμενα τῇ ἰδίᾳ φωνῇ, καθ᾿ ὃν δύναται τρόπον βοηθεῖ τοῖς τέκνοις.

Δ Μακ. 14,17            Αν δε τύχη και δεν ημπορούν να τον εμποδίσουν, πετούν γύρω-γύρω από τα μικρά των υποφέροντα εξ αιτίας της στοργής των. Τα καλούν με τας φωνάς των και βοηθούν τα τέκνα των με οποιονδήποτε τρόπον ημπορούν.

Δ Μακ. 14,18      καὶ τί δεῖ τὴν διὰ τῶν ἀλόγων ζῴων ἐπιδεικνύναι τὴν πρὸς τὰ τέκνα συμπάθειαν;

Δ Μακ. 14,18            Και τι χρειάζεται να παρουσιάζωμεν την προς τα τέκνα συμπάθειαν των αλόγων ζώων;

Δ Μακ. 14,19      ὅπου γε καὶ μέλισσαι περὶ τὸν τῆς κηρογονίας καιρὸν ἐπαμύνονται τοὺς προσιόντας καὶ καθάπερ σιδήρῳ τῷ κέντρῳ πλήσσουσι τοὺς προσιόντας τῇ νοσσιᾷ αὐτῶν καὶ ἐπαμύνουσιν ἕως θανάτου;

Δ Μακ. 14,19            Οταν και αι μέλισσαι κατά την εποχήν της κατασκευής των κηρήθρων αποκρούουν τους πλησιάζοντας, και σαν με σιδερένιο όπλον, με το κεντρί των, κτυπούν τους προσερχομένους εις την κυψέλην των και αμύνονται μέχρι θανάτου;

Δ Μακ. 14,20      ἀλλ᾿ οὐχὶ τὴν τοῦ Ἁβραὰμ ὁμόψυχον τῶν νεανιῶν μητέρα μετεκίνησε συμπάθεια τῶν τέκνων.

Δ Μακ. 14,20           Την ισόψυχον προς τον Αβραάμ μητέρα των νέων δεν εκλόνισεν η προς τα τέκνα αγάπη, ώστε να καμφθή προ του μαρτυρίου των.

 

 

Δ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 15

 

Δ Μακ. 15,1       Ὦ λογισμὲ τέκνων παθῶν τύραννε καὶ εὐσέβεια μητρὶ τέκνων ποθεινοτέρα.

Δ Μακ. 15,1              Ω λογισμέ; Που κυριαρχείς επί του μητρικού πάθους προς τα τέκνα, και ω ευσέβεια, περισσότερον ποθητή εις την μητέρα από τα τέκνα!

Δ Μακ. 15,2       μήτηρ δυοῖν προκειμένων, εὐσεβείας καὶ τῆς τῶν ἑπτὰ υἱῶν σωτηρίας προσκαίρου κατὰ τὴν τοῦ τυράννου ὑπόσχεσιν,

Δ Μακ. 15,2              Δυο πράγματα είχεν εμπρός της η μητέρα, την ευσέβειαν και την, πρόσκαιρον άλλως τε, σωτηρίαν των επτά παιδιών της, σύμφωνα με την υπόσχεσιν του τυράννου.

Δ Μακ. 15,3       τὴν εὐσέβειαν μᾶλλον ἠγάπησε τὴν σῴζουσαν εἰς αἰώνιον ζωὴν κατὰ Θεόν.

Δ Μακ. 15,3              Ηγάπησεν όμως περισσότερον την ευσέβειαν, που σώζει εις την κατά Θεόν αιωνίαν ζωήν.

Δ Μακ. 15,4       ᾦ τίνα τρόπον ἠθολογήσαιμι, φιλότεκνα γονέων πάθη. ψυχῆς τε καὶ μορφῆς ὁμοιότητα εἰς μικρὸν παιδὸς χαρακτῆρα θαυμάσιον ἐναποσφραγίζομεν, μάλιστα διὰ τὸ τῶν παθῶν τοῖς γεννηθεῖσι τὰς μητέρας τῶν πατέρων καθεστάναι συμπαθεστέρας.

Δ Μακ. 15,4              Πως να εμβαθύνω στο ήθος και να ερμηνεύσω το πάθος της φιλοστοργίας των γονέων προς τα τέκνα; Την ομοιότητα της ψυχής αλλά και του σώματος εγχαράττομεν και αποθέτομεν κατά θαυμάσιον τρόπον στου μικρού παιδιού τον χαρακτήρα. Αλλά αι μητέρες γίνονται εις των παιδιά των συμπαθέστεραι από τους πατέρας δια την έντασιν ακριβώς της συμπαθείας των προς αυτά.

Δ Μακ. 15,5       ὅσῳ γὰρ καὶ ἀσθενόψυχοι καὶ πολυγονώτεραι ὑπάρχουσιν αἱ μητέρες, τοσοῦτον μᾶλλόν εἰσι φιλοτεκνότεραι.

Δ Μακ. 15,5              Διότι όσον περισσότερον συνδυάζουν την ψυχικήν ευαισθησίαν και την πολυτεκνίαν αι μητέρες, τόσον περισσότερον είναι και φοιλότεκνοι.

Δ Μακ. 15,6       πασῶν δὲ τῶν μητέρων ἐγένετο ἡ τῶν ἑπτὰ παίδων μήτηρ φιλοτεκνοτέρα, ἥτις ἑπτὰ κυοφορίαις τὴν πρὸς αὐτοὺς ἐπιφυτευομένη φιλοστοργίαν

Δ Μακ. 15,6              Από όλας όμως τας μητέρας η μητέρα των επτά αυτών νέων ανεδείχθη περισσότερον φιλότεκνος, η οποία με επτά κυοφορίας επηύξησε την έμφυτον φιλοστοργίαν της προς αυτούς

Δ Μακ. 15,7       καὶ διὰ πολλὰς τὰς καθ᾿ ἕκαστον αὐτῶν ὠδῖνας ἠναγκασμένη τὴν εἰς αὐτοὺς ἔχειν συμπάθειαν,

Δ Μακ. 15,7              και τρόπον τινά ηναγκάσθη να τρέφη συμπάθειαν προς αυτούς και δια τους πόνους τοι τοκετού, που εδοκίμασε δια τον καθένα από αυτούς.

Δ Μακ. 15,8       διὰ τὸν πρὸς τὸν Θεὸν φόβον ὑπερεῖδε τὴν τῶν τέκνων πρόσκαιρον σωτηρίαν.

Δ Μακ. 15,8              Εδειξεν εν τούτοις αδιαφορίαν δια την πρόσκαιρον σωτηρία των παιδιών της, εξ αιτίας της ευλαβείας της προς τον Θεόν.

Δ Μακ. 15,9       οὐ μὴν δέ, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν καλοκἀγαθίαν τῶν υἱῶν καὶ τὴν πρὸς τὸν νόμον αὐτῶν εὐπείθειαν μείζω τὴν ἐν αὐτοῖς ἔσχε φιλοστοργίαν.

Δ Μακ. 15,9              Επί πλέον δε και δια την αρετήν, που είχαν τα παιδιά της και δια την υπακοήν των στους νόμους απέκτησε μεγαλυτέραν την προς αυτού φιλοστοργίαν.

Δ Μακ. 15,10      δίκαιοί τε γὰρ ἦσαν καὶ σώφρονες καὶ ἀνδρεῖοι καὶ μεγαλόψυχοι καὶ φιλάδελφοι καὶ φιλομήτορες οὕτως, ὥστε καὶ μέχρι θανάτου τὰ νόμιμα φυλάσσοντας πείθεσθαι αὐτῇ.

Δ Μακ. 15,10            Διότι ήσαν δίκαιοι σώφρονες, γενναίοι, μεγαλόψυχοι, φιλάδελφοι, φιλομήτορες τόσον πολύ, ώστε να υπακούουν εις αυτήν μέχρι θανάτου κα να φυλάσσουν τας εντολάς του Νομου

Δ Μακ. 15,11      ἀλλ᾿ ὅμως καίπερ τοσούτων ὄντων τῶν περὶ φιλοτεκνίαν εἰς συμπάθειαν ἑλκόντων τὴν μητέρα, ἐπ᾿ οὐδενὸς αὐτῶν τὸν λογισμὸν αὐτῆς αἱ παμποίκιλοι βάσανοι ἴσχυσαν μεταστρέψαι,

Δ Μακ. 15,11             Αλλ’ όμως, ενώ ήσαν τόσον πολλά τα κίνητρα της φιλοστοργίας που ωδήγησα την μητέρα στο να συμπάσχη μαζή με τα παιδιά της, δια κανένα από αυτά δεν ημπόρεσαν τα πολυειδή βασανιστήρια μεταβάλουν τον λογισμόν της.

Δ Μακ. 15,12      ἀλλὰ καὶ καθ᾿ ἕνα παῖδα καὶ ὁμοῦ πάντας ἡ μήτηρ ἐπὶ τὸν ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας προετρέπετο θάνατον.

Δ Μακ. 15,12            Αλλά κάθε παιδί ιδιαιτέρως και όλα μαζή τα προέτρεπεν η μητέρα στον θάνατον υπέρ της ευσεβείας.

Δ Μακ. 15,13      ὦ φύσις ἱερὰ καὶ φίλτρα γονέων καὶ γένεσις φιλόστοργε καὶ τροφεῖα καὶ μητέρων ἀδάμαστα πάθη.

Δ Μακ. 15,13            Ω ιερά φύσις φίλτρον των γονέων, γέννησις διαποτισμένη από στοργήν, ανατροφή και συναισθήματα αδάμαστα των μητέρων!

Δ Μακ. 15,14      καθ᾿ ἕνα στρεβλούμενον καὶ φλεγόμενον ὁρῶσα μήτηρ, οὐ μετεβάλλετο διὰ τὴν εὐσέβειαν.

Δ Μακ. 15,14            Εβλεπε το καθένα από τα παιδιά της, να υφίσταται στρεβλώσεις και να καίεται και εν τούτοις δεν μετέβαλλε τρόπον· και τούτο χάριν της ευσεβείας.

Δ Μακ. 15,15      τὰς σάρκας τῶν τέκνων ἑώρα περὶ τὸ πῦρ τηκομένας καὶ τοὺς τῶν ποδῶν καὶ χειρῶν δακτύλους ἐπὶ γῆς σπαίροντας καὶ τὰς τῶν κεφαλῶν μέχρι τῶν περὶ τὰ γένεια σάρκας ὥσπερ προσωπεῖα προκειμένας.

Δ Μακ. 15,15            Εβλεπε τας σάρκας των παιδιών της να λυώνουν εις τας φλόγας του πυρός, τα δάκτυλα των χειρών και των ποδών να ασπαίρου κατά γης και τας σάρκας από την κόμην μέχρι των γενείων να προεξέχουν ως προσωπείον.

Δ Μακ. 15,16      ὦ πικροτέρων μὲν νῦν μήτηρ πόνων πειρασθεῖσα ἤπερ τῶν ἐπ᾿ αὐτοῖς ὠδίνων.

Δ Μακ. 15,16            Ω μήτηρ, που εδοκίμασες τώρα πικρότερους πόνους από τους πόνους του τοκετού!

Δ Μακ. 15,17      ὦ μόνη γύναι τὴν εὐσέβειαν ὁλόκληρον ἀποκυήσασα.

Δ Μακ. 15,17            Ω μόνη γυναίκα, που εγέννησες το σύνολον της ευσεβείας,

Δ Μακ. 15,18      οὐ μετέτρεψέ σε πρωτότοκος ἀποπνέων, οὐδὲ δεύτερος εἰς σὲ οἰκτρὸν βλέπων ἐν βασάνοις, οὐδὲ τρίτος ἀποψύχων,

Δ Μακ. 15,18            δεν μετέτρεψε το ήθός σου ο πρωτότοκος παραδίδων την ψυχήν, ούτε ο δευτερότοκος που εν μέσω των μαρτυρίων του έστρεφε σπαρακτικόν προς σε το βλέμμα, ούτε ο τρίτος παραδίδων την ψυχήν.

Δ Μακ. 15,19      οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἑνὸς ἑκάστου θεωροῦσα ταυρηδὸν ἐπὶ τῶν βασάνων ὁρῶντας τὸν ἑαυτῶν αἰκισμὸν καὶ τοὺς μυκτῆρας προσημειουμένους αὐτῶν τὸν θάνατον, οὐκ ἔκλαυσας.

Δ Μακ. 15,19            Ούτε εθρήνησες, καθώς παρατηρούσες τον καθένα εις τα μάτια ατενώς, καθ’ ον χρόνον και εκείνοι ευρισκόμενοι επάνω εις τα όργανα του βασανισμού έβλεπαν τον σπαραγμόν του σώματός των, ούτε εκάμφθης βλέπουσα το στόμα των, που προεδήλωνε τον επερχόμενον θάνατόν των.

Δ Μακ. 15,20      ἐπὶ σαρξὶ τέκνων ὁρῶσα σάρκας τέκνων ἀποκαιομένας καὶ ἐπὶ χερσὶ χεῖρας ἀποτεμνομένας καὶ ἐπὶ κεφαλαῖς κεφαλὰς ἀποδειροτομουμένας καὶ ἐπὶ νεκροῖς νεκροὺς πίπτοντας καὶ πολυάνδριον ὁρῶσα τῶν τέκνων τὸ χορεῖον διὰ τῶν βασάνων, οὐκ ἐδάκρυσας.

Δ Μακ. 15,20           Αν και έβλεπες τας σάρκας των τέκνων σου επάνω εις τας σάρκας των άλλων τέκνων σου να καίωνται, και επάνω εις τα χέρια άλλα χέρια να κόπτωνται και επάνω εις τας κεφαλάς άλλας κεφαλάς να γδέρνωνται και να αποκόπτωνται και επάνω εις νεκρούς να πίπτουν άλλοι νεκροί, αν και έβλεπες να μετατρέπεται δια των βασανιστηρίων εις πολυάνδριον μνήμα ο χορός των τέκνων σου, συ δεν εδάκρυσες.

Δ Μακ. 15,21      οὐχ οὕτως σειρήνειοι μελῳδίαι, οὐδὲ κύκνειοι πρὸς φιληκοΐαν φωναὶ τοὺς ἀκούοντας ἐφέλκονται, ὡς τέκνων φωναὶ μετὰ βασάνων μητέρα φωνούντων.

Δ Μακ. 15,21            Αι μελωδίαι των σειρήνων, τα άσματα των κύκνων δεν ασκούν τόσην έλξιν εις την ακοήν εκείνων, που τα ακούουν, όσον αι φωναί των παιδιών, τα όποία εν τω μέσω των βασάνων των επικαλούνται την μητέρα!

Δ Μακ. 15,22      πηλίκαις καὶ πόσαις τότε ἡ μήτηρ τῶν υἱῶν βασανιζομένων τροχοῖς τε καὶ καυτηρίοις ἐβασανίζετο βασάνοις;

Δ Μακ. 15,22           Με πόσον πολλά και μεγάλα βασανιστήρια εβασανίζετο τότε η μητέρα, όταν τα τέκνα της υπέφεραν επάνω στους τροχούς και τας εσχάρας!

Δ Μακ. 15,23      ἀλλὰ τὰ σπλάγχνα αὐτῆς ὁ εὐσεβὴς λογισμὸς ἐν αὐτοῖς τοῖς πάθεσιν ἀνδρειώσας ἐπέτεινε τὴν πρόσκαιρον φιλοτεκνίαν παριδεῖν.

Δ Μακ. 15,23           Αλλ’ ο ευσεβής λογισμός ανδρειωθείς, μέσα ακριβώς εις τα βασανιστήρια εδυνάμωσε την καρδίαν της, ώστε να παραβλέψη την πρόσκαιρον προς τα τέκνα στοργήν.

Δ Μακ. 15,24      καίπερ ἑπτὰ τέκνων ὁρῶσα ἀπώλειαν καὶ τὴν τῶν στρεβλῶν πολύπλοκον ποικιλίαν, ἁπάσας ἡ γενναία μήτηρ ἐξέλυσε διὰ τὴν πρὸς Θεὸν πίστιν.

Δ Μακ. 15,24           Αν και είχε προ των οφθαλμών της την απώλειαν επτά τέκνων και την πολύπλοκον ποικιλίαν των βασανιστηρίων, όλα η γενναία μήτηρ τα υπερέβη χάρις εις την πίστιν της προς τον Θεόν.

Δ Μακ. 15,25      καθάπερ γὰρ ἐν βουλετηρίῳ τῇ ἑαυτῆς ψυχῇ δεινοὺς ὁρῶσα συμβούλους, φύσιν καὶ γένεσιν καὶ φιλοτεκνίαν καὶ τέκνων στρέβλας,

Δ Μακ. 15,25           Περικλείει η μητέρα μέσα εις την ψυχήν της, ωσάν εις βουλευτήριον, φοβερούς συμβούλους, την φύσιν, την γέννησιν, την στοργήν προς τα τέκνα και των τέκνων τα βασανιστήρια.

Δ Μακ. 15,26      δύο ψήφους κρατοῦσα μήτηρ, θανατηφόρον τε καὶ σωτήριον, ὑπὲρ τέκνων

Δ Μακ. 15,26           Και κρατούσα δύο ψήφους, την ψήφον του θανάτου και την ψήφον της σωτηρίας,

Δ Μακ. 15,27      οὐκ ἐπέγνω τὴν σῴζουσαν ἑπτὰ υἱοὺς πρὸς ὀλίγον χρόνον σωτηρίαν,

Δ Μακ. 15,27           δεν έρριψε προς χάριν των τέκνων της την ψήφον, που θα έσωζεν επ’ ολίγον μόνον χρόνον τους επτά υιούς,

Δ Μακ. 15,28      ἀλλὰ τῆς θεοσεβοῦς Ἁβραὰμ καρτερίας ἡ θυγάτηρ ἐμνήσθη.

Δ Μακ. 15,28           αλλ’ έφερεν στον νουν της, η θυγάτηρ αυτή του Αβραάμ, την ευσεβή καρτερίαν του προπάτορος.

Δ Μακ. 15,29      ὦ μήτηρ ἔθνους, ἔκδικε τοῦ νόμου καὶ ὑπερασπίστρια τῆς εὐσεβείας καὶ τοῦ διὰ σπλάγχνων ἀγῶνος ἀθλοφόρε·

Δ Μακ. 15,29           Ω μητέρα ολοκλήρου έθνους, εκδικήτρια του Νομου και πρόμαχε της ευσεβείας, αθλοφόρε στον αγώνα της καρδίας!

Δ Μακ. 15,30      ὦ ἀῤῥένων πρὸς καρτερίαν γενναιοτέρα καὶ ἀνδρῶν πρὸς ὑπομονὴν ἀνδρειοτέρα.

Δ Μακ. 15,30           Ω γενναιότερα, συ ως προς την, καρτερίαν από το άρρεν φύλον, ανδρειότερα από τους άνδρας ως προς την υπομονήν!

Δ Μακ. 15,31      καθάπερ γὰρ ἡ Νῶε κιβωτὸς ἐν τῷ κοσμοπληθεῖ κατακλυσμῷ κοσμοφοροῦσα καρτερῶς ὑπήνεγκε τοὺς κλύδωνας,

Δ Μακ. 15,31            Οπως η κιβωτός του Νώε κατά τον κατακλυσμόν, που κατέστρεψε τον κόσμον, φέρουσα τον κόσμον, μέσα της, υπέφερε ακλονήτως τα κύματα,

Δ Μακ. 15,32      οὕτως σύ, ἡ νομοφύλαξ, πανταχόθεν ἐν τῷ τῶν παθῶν περιαντλουμένη κατακλυσμῷ καὶ καρτεροῖς ἀνέμοις, ταῖς τῶν υἱῶν βασάνοις συνεχομένη γενναίως ὑπέμεινας τοὺς ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας χειμῶνας.

Δ Μακ. 15,32           έτσι και συ, η φρουρός του Νομου. Ενῷ από όλα τα σημεία εδέχεσο κτυπήματα εξαντλητικά εν τω μέσω του κατακλυσμού των οδυνών, και ενώ εκτυπάσο ακόμη από τα δεινά των τέκνων σου, ωσάν από ισχυρούς ανέμους, υπέμεινες με γενναιότητα την τρικυμίαν χάριν της ευσεβείας.

 

 

Δ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 16

 

Δ Μακ. 16,1       Εἰ δὲ τοίνυν καὶ γυνὴ καὶ γηραιὰ καὶ ἑπτὰ παίδων μήτηρ ὑπέμεινε τὰς μέχρι θανάτου βασάνους ὁρῶσα τῶν τέκνων, ὁμολογουμένως αὐτοκράτωρ ἐστὶ τῶν παθῶν ὁ εὐσεβὴς λογισμός.

Δ Μακ. 16,1              Εάν, λοιπόν, μία γηραιά γυναίκα, μητέρα επτά τέκνων, είχε την αντοχή να βλέπη τα μέχρι θανάτου μαρτύρια των παιδιών της, αυτό μαρτυρεί, πρέπει να ομολογήσωμεν, ότι κυρίαρχος επάνω εις τα πάθη είναι ο ευσεβής λογισμός.

Δ Μακ. 16,2       ἀπέδειξα οὖν ὅτι οὐ μόνον τῶν παθῶν ἄνδρες ἐπεκράτησαν, ἀλλὰ καὶ γυνὴ τῶν μεγίστων βασάνων ὑπερεφρόνησε.

Δ Μακ. 16,2             Απέδειξα, λοιπόν, ότι δεν εκυριάρχησαν άνδρες μόνον επάνω εις τα πάθη, αλλά ακόμη και μία γυναίκα περιεφρόνησε τα μέγιστα βασανιστήρια.

Δ Μακ. 16,3       καὶ οὐχ οὕτως οἱ περὶ τὸν Δανιὴλ λέοντες ἦσαν ἄγριοι, οὐδὲ ἡ κατὰ τὸν Μισαὴλ ἐκφλεγομένη κάμινος λαβροτάτῳ πυρί, ὡς ἡ τῆς φιλοτεκνίας περιέκαιεν ἐκείνην φύσις, ὁρῶσαν αὐτῆς οὕτως ποικίλως τοὺς ἑπτὰ υἱοὺς βασανιζομένους.

Δ Μακ. 16,3              Δεν ήσαν τόσον άγριοι οι λέοντες, που περιεκύκλωσαν τον Δανιήλ, ούτε η κάμινος που είχε πυρακτωθή εναντίον του Μισαήλ με σφοδρότατον πυρ, όσον το πυρ της φιλοτεκνίας που περιέφλεγεν εκείνην, καθώς έβλεπε με τόσον περίτεχνα βασανιστήρια να βασανίζωνται τα παιδιά της.

Δ Μακ. 16,4       ἀλλὰ τῷ λογισμῷ τῆς εὐσεβείας κατέσβεσε τοσαῦτα καὶ τηλικαῦτα πάθη ἡ μήτηρ.

Δ Μακ. 16,4             Η μητέρα αυτή κατέσβεσεν όλας τας πολυειδείς οδύνας με τον λογισμόν της εύσε βείας.

Δ Μακ. 16,5       καὶ γὰρ τοῦτο ἐπιλογίσασθε, ὅτι εἰ δειλόψυχος ἦν ἡ γυνή, καίπερ μήτηρ οὖσα, ὠλοφύρετο ἂν ἐπ᾿ αὐτοῖς καὶ ἴσως ἂν ταῦτα οὕτως εἶπεν·

Δ Μακ. 16,5              Από τα ανωτέρω βγάλατε τούτο το συμπέρασμα· εάν η γυναίκα είχε δειλήν ψυχήν, μητέρα καθώς ήτο, θα εθρηνούσε δια την θανάτωσιν των παιδιών της και θα ωμιλούσεν ίσως ως εξής·

Δ Μακ. 16,6       ὦ μελέα ἔγωγε καὶ πολλάκις τρισαθλία ἥτις ἑπτὰ παῖδας τεκοῦσα οὐδενὸς μήτηρ γεγένημαι.

Δ Μακ. 16,6             “Ω δυστυχισμένη εγώ και τρις και πολλάκις αθλία! Επτά παιδιά έχω γεννήσει και ιδού είμαι σαν να μη έχω γίνει μητέρα κανενός παιδιού!

Δ Μακ. 16,7       ὦ μάταιοι ἑπτὰ κυοφορίαι, καὶ ἀνόνητοι ἑπτὰ δεκάμηνοι καὶ ἄκαρποι τιθηνίαι καὶ ταλαίπωροι γαλακτοτροφίαι.

Δ Μακ. 16,7              Ω επτά άγονοι εγκυμοσύναι και ανωφελείς επτά δε κάμηνοι και άκαρποι γαλακτοτροφίαι και ταλαιπωρίαι του θηλασμού!

Δ Μακ. 16,8       μάτην ἐφ᾿ ὑμῖν, ὦ παῖδες, πολλὰς ὑπέμεινα ὠδῖνας καὶ χαλεπωτέρας φροντίδας ἀνατροφῆς.

Δ Μακ. 16,8             Ματαίως υπέμεινα, ω τέκνα μου, προς χάριν σας πολλάς ωδίνας και βαρυτέρας από αυτάς φροντίδας ανατροφής.

Δ Μακ. 16,9       ὦ τῶν ἐμῶν παίδων, οἱ μὲν ἄγαμοι, οἱ δὲ γήμαντες ἀνόνητοι· οὐκ ὄψομαι ὑμῶν τέκνα, οὐδὲ μάμμη κληθεῖσα μακαρισθήσομαι.

Δ Μακ. 16,9             Ω τέκνα μου, όσοι δεν ενυμφεύθητε και όσοι ενυμφεύθητε, αλλά δεν επρολάβατε να αποκτήσετε τέκνα, δεν θα ίδω παιδιά ιδικά σας ούτε θα καλοτυχισθώ καλουμένη μάμμη.

Δ Μακ. 16,10      ὦ ἡ πολύπαις καὶ καλλίπαις ἐγὼ γυνὴ χήρα καὶ μόνη πολύθρηνος·

Δ Μακ. 16,10            Αλλοίμονον! Εγώ, που είχα πολλά και καλά τέκνα, ιδού, είμαι τώρα γυναίκα χήρα και μόνη αξία θρήνων πολλών!

Δ Μακ. 16,11      οὐδ᾿ ἂν ἀποθάνω, θάψοντα τῶν υἱῶν ἕξω τινά. – Ἀλλὰ τούτῳ τῷ θρήνῳ οὐδένα ὠλοφύρετο ἡ ἱερὰ καὶ θεοσεβὴς μήτηρ,

Δ Μακ. 16,11            Ακόμη και όταν αποθάνω, δεν θα έχω κανένα από τα παιδιά μου να με θάψη”. -Κανένα όμως από τα παιδιά της με τέτοιον θρήνον δεν εθρήνησεν η αγία και θεοσεβής μητέρα.

Δ Μακ. 16,12      οὐδ᾿ ἵνα μὴ ἀποθάνωσιν ἀπέτρεπεν αὐτῶν τινα οὐδ ὡς ἀποθνῃσκόντων ἐλυπήθη·

Δ Μακ. 16,12            Ούτε ημπόδισε κανένα από τα παιδιά της να αποθάνη, ούτε ακόμη ελυπήθη δι’ αυτά αφού απέθνησκον.

Δ Μακ. 16,13      ἀλλ᾿ ὥσπερ ἀδαμάντινον ἔχουσα τὸν νοῦν καὶ εἰς ἀθανασίαν ἀνατίκτουσα τὸν τῶν υἱῶν ἀριθμόν, μᾶλλον ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας ἐπὶ τὸν θάνατον αὐτοὺς προετρέπετο ἱκετεύουσα.

Δ Μακ. 16,13            Αλλά, σαν από διαμάντι διατηρούσα σταθερόν τον νουν, και ωσάν να εγεννούσε εκ νέου μέσα εις την αθανασίαν τον αριθμόν των παιδιών της, τα προέτρεπε μάλλον ικετευτικώς προς τον θάνατον χάριν της ευσεβείας.

Δ Μακ. 16,14      ὦ μῆτερ δι᾿ εὐσέβειαν Θεοῦ στρατιῶτι, πρεσβῦτι, καὶ γύναι, διὰ καρτερίαν καὶ τύραννον ἐνίκησας καὶ ἔργοις δυνατωτέρα καὶ λόγοις εὑρέθης ἀνδρός.

Δ Μακ. 16,14            Ω μητέρα, που δια την ευσέβειάν σου έγινες στρατιώτης του Θεού, και γραία και γυναίκα με την καρτερίαν σου ενίκησες και τον τύραννον και δια των έργων και δια των λόγων ανεδείχθης ισχυρότερα από άνδρα!

Δ Μακ. 16,15      καὶ γὰρ ὅτε συνελήφθης μετὰ τῶν παίδων, εἱστήκεις τὸν Ἐλεάζαρον ὁρῶσα βασανιζόμενον καὶ ἔλεγες τοῖς παισὶν ἐν τῇ ἑβραΐδι φωνῇ.

Δ Μακ. 16,15            Διότι, όταν συνελήφθης μαζή με τα παιδιά σου, εστέκεσο παρακολουθούσα τον Ελεάζαρον, που εβασανίζετο και έλεγες εις αυτά εις την εβραϊκήν γλώσσαν.

Δ Μακ. 16,16      ὦ παῖδες, γενναῖος ὁ ἀγών, ἐφ᾿ ὃν κληθέντες ὑπὲρ τῆς διαμαρτυρίας τοῦ ἔθνους, ἐναγωνίσασθε προθύμως ὑπὲρ τοῦ πατρίου νόμου.

Δ Μακ. 16,16            “Ω παιδιά μου, είναι υπέροχος ο άγων, στον οποίον έχετε κληθή, δια να διαμαρτυρηθήτε δια την κακήν αυτήν μεταχείρισιν του έθνους μας. Αγωνισθήτε, λοιπόν, με προθυμίαν προς υπεράσπισιν του Νομου των πατέρων μας.

Δ Μακ. 16,17      καὶ γὰρ αἰσχρὸν τὸν μὲν γέροντα τοῦτον ὑπομένειν τὰς διὰ τὴν εὐσέβειαν ἀλγηδόνας, ὑμᾶς δὲ τοὺς νεανίσκους καταπλαγῆναι τὰς βασάνους.

Δ Μακ. 16,17            Διότι είναι εντροπή, ο μεν γέρων αυτός να υπομένη τους χάριν της ευσεβείας πόνους, ενώ σεις, νέοι και ρωμαλέοι, να φοβηθήτε τα βασανιστήρια.

Δ Μακ. 16,18      ἀναμνήσθητε ὅτι διὰ τὸν Θεὸν τοῦ κόσμου μετελάβετε, καὶ τοῦ βίου ἀπελαύσατε,

Δ Μακ. 16,18            Ενθυμηθήτε, ότι από αγάπην του Θεού ήλθατε στον κόσμον και εγευθήκατε την ζωήν.

Δ Μακ. 16,19      καὶ διὰ τοῦτο ὀφείλετε πάντα πόνον ὑπομένειν διὰ τὸν Θεόν,

Δ Μακ. 16,19            Δι’ αυτό οφείλετε να υπομείνετε κάθε πόνον χάριν του Θεού,

Δ Μακ. 16,20      δι᾿ ὃν καὶ ὁ πατὴρ ἡμῶν Ἁβραὰμ ἔσπευδε τὸν ἐθνοπάτορα υἱὸν σφαγιάσαι Ἰσαάκ. καὶ τὴν πατρῴαν χεῖρα ξιφηφόρον καταφερομένην ἐπ᾿ αὐτὸν ὁρῶν ὁ Ἰσαὰκ οὐκ ἔπτυξεν.

Δ Μακ. 16,20           χάριν του οποίου και ο πατήρ ημών, ο Αβραάμ, έσπευδε με προθυμίαν να θυσιάση τον πατέρα του έθνους μας, τον υιόν του Ισαάκ, και ο Ισαάκ, αν και έβλεπε να καταφέρεται εναντίον του το ξιφοφόρον πατρικόν χέρι, δεν εφοβήθη.

Δ Μακ. 16,21      καὶ Δανιὴλ ὁ δίκαιος εἰς λέοντας ἐβλήθη, καὶ Ἀνανίας καὶ Ἀζαρίας καὶ Μισαὴλ εἰς κάμινον πυρὸς ἀπεσφενδονήθησαν καὶ ὑπέμειναν διὰ τὸν Θεόν.

Δ Μακ. 16,21            Και ο δίκαιος Δανιήλ ερρίφθη στους λέοντας και ο Ανανίας με τον Αζαρίαν και τον Μισαήλ επετάχθησαν εις την κάμινον του πυρός και την απέμειναν χάριν του Θεού.

Δ Μακ. 16,22      καὶ ἡμεῖς οὖν τὴν αὐτὴν πίστιν πρὸς τὸν Θεόν ἔχοντες μὴ χαλεπαίνητε.

Δ Μακ. 16,22           Εχοντες λοιπόν και ημείς την ιδίαν πίστιν μη δυσανασχετείτε,

Δ Μακ. 16,23      ἀλόγιστον γὰρ εἰδότας εὐσέβειαν μὴ ἀνθίστασθαι τοῖς πόνοις. –

Δ Μακ. 16,23           διότι είναι πράξις απερίσκεπτος, ενώ γνωρίζετε καλά την ευσέβειαν, να μη αντισταθήτε στους πόνους”.

Δ Μακ. 16,24      Διὰ τούτων τῶν λόγων ἡ ἑπταμήτωρ ἕνα ἕκαστον τῶν υἱῶν παρακαλοῦσα, ἀποθανεῖν ἔπεισε μᾶλλον ἢ παραβῆναι τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ.

Δ Μακ. 16,24           Με αυτούς τους λόγους η επτάτεκνος αυτή μητέρα προτρέπουσα καθένα από τα παιδιά της τα έπεισε να αποθάνουν μάλλον, πάρα να παραθούν την εντολήν του Θεού.

Δ Μακ. 16,25      ἔτι δὲ καὶ ταῦτα εἰδότες ὅτι οἱ διὰ τὸν Θεὸν ἀποθανόντες ζῶσι τῷ Θεῷ, ὥσπερ Ἁβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ καὶ πάντες οἱ πατριάρχαι.

Δ Μακ. 16,25           Τους έλεγε δε και αυτά ακόμη να γνωρίζουν· ότι όσοι απέθαναν δια το όνομα του Θεού, ζουν ενώπιον του Θεού, όπως ο Αβραάμ και ο Ισαάκ και ο Ιακώβ και όλοι οι πατριάρχαι του Ισραήλ.

 

Δ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 17

 

Δ Μακ. 17,1       Ἔλεγον δὲ καὶ τῶν δορυφόρων τινὲς ὡς ὅτε ἔμελλε καὶ αὐτὴ συλλαμβάνεσθαι πρὸς θάνατον, ἵνα μὴ ψαύσειέ τις τοῦ σώματος ἑαυτῆς, ἑαυτὴν ἔῤῥιψεν κατὰ τῆς πυρᾶς.

Δ Μακ. 17,1              Μερικοί δε από τους στρατιώτας διηγούντο, ότι, όταν επρόκειτο να συληφθή και αυτή και να οδηγηθή στο θάνατον, ερρίφθη μόνη της εις την πυράν, δια να μη εγγίση κανείς το σώμα της.

Δ Μακ. 17,2       ὦ μήτηρ σὺν ἑπτὰ παισὶ καταλύσασα τὴν τοῦ τυράννου βίαν καὶ ἀκυρώσασα τὰς κακὰς ἐπινοίας αὐτοῦ καὶ ἐπιδείξασα τὴν τῆς πίστεως γενναιότητα.

Δ Μακ. 17,2              “Ω μητέρα με τα επτά τέκνα σου η οποία κατέλυσες την βίαν του τυράνου, εματαίωσες τας κακάς επινοήσστου και παρουσίασες την γενναιότητα, που εμπνέει η πίστις!

Δ Μακ. 17,3       καθάπερ γὰρ σὺ στέγη ἐπὶ τοὺς στύλους τῶν παίδων γενναίως ἱδρυμένη, ἀκλινὴς ὑπήνεγκας τὸν διὰ τῶν βασάνων σεισμόν.

Δ Μακ. 17,3              Στηριζομένη επάνω εις τα παιδιά σου, ωσάν στέγη επάνω εις στύλους, υπέμεινες χωρίς κανένα κλονισμόν τον σεισμόν των βασανιστηρίων.

Δ Μακ. 17,4       θάῤῥει τοιγαροῦν, ὦ μήτηρ ἱερόψυχε, τὴν ἐλπίδα τῆς ὑπομονῆς βεβαίαν ἔχουσα πρὸς τὸν Θεόν.

Δ Μακ. 17,4              Εχε, λοιπόν, θάρρος, ιερόψυχε μητέρα. Συ έχεις στερεωμένην την ελπίδα σου στον Θεόν δια την αμοιβήν της υπομονή σου.

Δ Μακ. 17,5       οὐχ οὕτω σελήνη κατ᾿ οὐρανὸν σὺν ἄστροις σεμνή καθέστηκεν, ὡς σὺ τοὺς ἰσαστέρους ἑπτὰ παῖδας φωταγωγήσασα πρὸς τὴν εὐσέβειαν ἔντιμος καθέστηκας Θεῷ καὶ ἐστήρισαι ἐν οὐρανῷ σὺν αὐτοῖς·

Δ Μακ. 17,5              Δεν έχει με τόσην μεγαλοπρέπειαν εγκατασταθή στον ουρανόν η σελήνη μαζή με τα άστρα, με όσην τιμήν έχεις γίνει δεκτή συ πάρα του Θεού, επειδή εφωταγώγησες τους σαν αστέρα υιούς σου με την ευσέβειαν και έχεις λάβει θέσιν μαζή των στον ουρανόν.

Δ Μακ. 17,6       ἦν γὰρ ἡ παιδοποιΐα σου ἀπὸ Ἁβραὰμ τοῦ πατρός. –

Δ Μακ. 17,6              Διότι η τεκνογονία σου έχει την αρχήν της κατ’ ευθείαν από τον πατριάρχην Αβραάμ.

Δ Μακ. 17,7       Εἰ δὲ ἐξὸν ἡμῖν ἦν, ὥσπερ ἐπί τινος πίνακος, ζωγραφῆσαι τὴν τῆς εὐσεβείας σου ἱστορίαν, οὐκ ἂν ἔφριττον οἱ θεωροῦντες μητέρα ἑπτὰ τέκνων δι᾿ εὐσέβειαν ποικίλας βασάνους μέχρι θανάτου ὑπομείνασαν;

Δ Μακ. 17,7              Εάν δε είχαμεν την εξουσίαν και την δύναμιν, να παραστήσωμεν επάνω εις ζωγραφικόν πίνακα την εικόνα της ευσεβείας σου, δεν θα ησθάνοντο φρίκην εκείνοι, που θα αντίκρυζαν μίαν μητέρα επτά τέκνων να υπομένη μέχρι θανάτου πολυειδή βασανιστήρια χάριν τη ευσεβείας;

Δ Μακ. 17,8       καὶ γὰρ ἄξιον ἦν καὶ ἐπὶ αὐτοῦ τοῦ ἐπιταφίου ἀναγράψαι καὶ ταῦτα τοῖς ἀπὸ τοῦ ἔθνους εἰς μνείαν λεγόμενα·

Δ Μακ. 17,8              Διότι, βεβαίως, θα ήτο άξιον ακόμη επάνω και εις αυτήν την επιτάφιον πλάκα να χαράξωμεν επιγραφήν προς ανάμνησιν χάριν των ομοεθνών μας, η οποία επιγραφή θα έλεγε τα εξής·

Δ Μακ. 17,9       ἐνταῦθα γέρων ἱερεὺς καὶ γυνὴ γηραιὰ καὶ ἑπτὰ παῖδες ἐγκεκήδευται διὰ τυράννου βίαν, τὴν Ἑβραίων πολιτείαν καταλῦσαι θέλοντος,

Δ Μακ. 17,9              “εδώ έχουν ενταφιασθή ένας γέρων ιερεύς, μία γραία γυναίκα και επτά παιδιά εξ αιτίας της σκληρότητος του τυράννου, ο οποίος ήθελε να καταλύση το έθνος των Εβραίων.

Δ Μακ. 17,10      οἳ καὶ ἐξεδίκησαν τὸ ἔθνος εἰς Θεὸν ἀφορῶντες καὶ μέχρι θανάτου τὰς βασάνους ὑπομείναντες. –

Δ Μακ. 17,10            Αυτοί όμως επήραν το δίκαιον του έθνους των στηριζόμενοι στον Θεόν, αφού υπέμειναν τα βασανιστήρια μέχρι θανάτου”.

Δ Μακ. 17,11      Ἀληθῶς γὰρ ἦν ἀγὼν θεῖος ὁ δι᾿ αὐτῶν γεγενημένος.

Δ Μακ. 17,11             Ο αγών, τον οποίον διεξήγαγον, έχει γίνει πράγματι αγών θείος.

Δ Μακ. 17,12      ἠθλοθέτει γὰρ τότε ἀρετὴ δι᾿ ὑπομονῆς δοκιμάζουσα· τὸ νῖκος ἀφθαρσίᾳ ἐν ζωῇ πολυχρονίῳ.

Δ Μακ. 17,12            Αθλοθέτης ήτο η αρετή, η οποία τους εδοκίμαζε δια τη υπομονής, έπαθλον της νίκης η αφθαρσία, η άνευ τέλους ζωη.

Δ Μακ. 17,13      Ἐλεάζαρ δὲ προηγωνίζετο, ἡ δὲ μήτηρ τῶν ἑπτὰ παίδων ἐνήθλει, οἱ δὲ ἀδελφοὶ ἠγωνίζοντο·

Δ Μακ. 17,13            Ο Ελεάζαρος ήνοιξε τον αγώνα, στον οποίον ενήθλησεν η μητέρα των επτά παίδων και το οποίον ηγωνίσθησαν και οι αδελφοί.

Δ Μακ. 17,14      ὁ τύραννος ἀντηγωνίζετο, ὁ δὲ κόσμος καὶ ὁ τῶν ἀνθρώπων βίος ἐθεώρει·

Δ Μακ. 17,14            Ο τύραννος ήτο ανταγωνιστής, ο κόσμος και η κοινωνία των ανθρώπων ήσαν θεαταί.

Δ Μακ. 17,15      θεοσέβεια δὲ ἐνίκα, τοὺς ἑαυτῆς ἀθλητὰς στεφανοῦσα.

Δ Μακ. 17,15            Ενικούσε δε η πίστις, η οποία και εστεφάνωνε τους αθλητάς.

Δ Μακ. 17,16      Τίνες οὐκ ἐθαύμασαν τοὺς τῆς θείας νομοθεσίας ἀθλητάς;

Δ Μακ. 17,16            Ποίοι δεν εθαύμαζαν τους αγωνιστάς του θείου νόμου;

Δ Μακ. 17,17      τίνες οὐκ ἐξεπλάγησαν; – Αὐτὸς γέ τοι ὁ τύραννος καὶ ὅλον τὸ συνέδριον αὐτῶν ἐξεθαύμασαν αὐτῶν τὴν ὑπομονήν.

Δ Μακ. 17,17            Ποσοι δεν εξεπλάγησαν; – Ο ίδιος ο τύραννος και όλοι οι παρακαθήμενοι κατελήφθησαν από βαθύν σεβασμόν δια την υπομονήν των.

Δ Μακ. 17,18      δι᾿ ἣν καὶ τῷ θείῳ νῦν παρεστήκασι θρόνῳ καὶ τὸν μακάριον βιοῦσιν αἰῶνα.

Δ Μακ. 17,18            Δι’ αυτήν ακριβώς στέκονται τώρα πλησίον του θρόνου του Θεού και ζουν εις την μαικαρίαν ζωήν.

Δ Μακ. 17,19      καὶ γάρ φησιν ὁ Μωσῆς· καὶ πάντες οἱ ἡγιασμένοι ὑπὸ τὰς χεῖράς σου.

Δ Μακ. 17,19            Διότι ο Μωϋσής λέγει· “πάντες, οι ηγιασμένοι ευρίσκονται υπό την προστασίαν σου”.

Δ Μακ. 17,20      καὶ οὗτοι οὖν οἱ ἁγιασθέντες διὰ Θεὸν τετίμηνται οὐ μόνον ταύτῃ τῇ τιμῇ ἀλλὰ καὶ τῷ δι᾿ αὐτοὺς τοῦ ἔθνους ἡμῶν τοὺς πολεμίους μὴ ἐπικρατῆσαι

Δ Μακ. 17,20           Και αυτοί, λοιπόν, οι οποίοι πρασεφέρθησαν θύματα χάριν του Θεού, δεν έχουν λάβει μόνον αυτήν την τιμήν, αλλά και εκείνην που τους ανήκει εκ του γεγονότος, ότι χάρις εις αυτούς δεν επεκράτησαν οι εχθροί μας επ’ του έθνους μας.

Δ Μακ. 17,21      καὶ τὸν τύραννον τιμωρηθῆναι καὶ τὴν πατρίδα καθαρισθῆναι,

Δ Μακ. 17,21            Και εκείνην της τιμωρίας του τυράννου και του εξαγνισμού της πατρίδος μας,

Δ Μακ. 17,22      ὥσπερ ἀντίψυχον γεγονότας τῆς τοῦ ἔθνους ἁμαρτίας· καὶ διὰ τοῦ αἵματος τῶν εὐσεβῶν ἐκείνων καὶ τοῦ ἱλαστηρίου θανάτου αὐτῶν ἡ θεία πρόνοια τὸν Ἰσραὴλ προκακωθέντα διέσωσε.

Δ Μακ. 17,22           με το να δώσουν αυτοί! την ψυχήν των υπέρ των αμαρτιών του έθνους μας. Ετσι δια του αίματος των ευσεβών εκείνων ψυχών και του εξιλαστήριου θανάτου των, η θεία πρόνοια διέσωσε τους Ισραηλίτας, οι οποίοι είχαν υποστή πολλά δεινά κατά το παρελθόν.

Δ Μακ. 17,23      πρὸς γὰρ τὴν ἀνδρείαν αὐτῶν τῆς ἀρετῆς καὶ τὴν ἐπὶ ταῖς βασάνοις αὐτῶν ὑπομονὴν ὁ τύραννος ἀπιδὼν Ἀντίοχος, ἀνεκήρυξε τοῖς στρατιώταις αὐτοῦ εἰς ὑπόδειγμα τὴν ἐκείνων ὑπομονήν.

Δ Μακ. 17,23           Διότι ο τύραννος Αντίοχος αποβλέψας εις την ακλόνητον γενναιότητά των και την υπομονήν των εις τα βασανιστήρια, προέβαλε δια κηρύγματος την καρτερίαν των αυτήν ως παράδειγμα στους στρατιώτας του.

Δ Μακ. 17,24      ἔσχε τε αὐτοὺς γενναίους καὶ ἀνδρείους εἰς πεζομαχίαν καὶ πολιορκίαν καὶ ἐκπορθήσας ἐνίκησε πάντας τοὺς πολεμίους.

Δ Μακ. 17,24           Ετσι δε κατέστησε και απέκτησε τους στρατιώτας του γενναίους και ανδρείους τόσον εις τας πεζομαχίας όσον και εις τας πολιορκίας· εξεπόρθηοε πόλεις και ενίκησεν όλους τους εχθρούς.

 

Δ ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ 18

 

Δ Μακ. 18,1       Ὦ τῶν Ἁβραμιαίων σπερμάτων ἀπόγονοι παῖδες Ἰσραηλῖται, πείθεσθε τῷ νόμῳ τούτῳ καὶ πάντα τρόπον εὐσεβεῖτε,

Δ Μακ. 18,1              Ω υιοί των απογόνων του Αβραάμ! Τέκνα του Ισραήλ, υπακούετε στον Νομον αυτόν των πατέρων μας και με κάθε τρόπον να εκδηλώνετε την ευσέβειάν σας,

Δ Μακ. 18,2       γινώσκοντες ὅτι τῶν παθῶν δεσπότης ἐστὶν ὁ εὐσεβὴς λογισμὸς καὶ οὐ μόνον τῶν ἔνδοθεν, ἀλλὰ καὶ τῶν ἔξωθεν πόνων·

Δ Μακ. 18,2             γνωρίζοντες ότι ο ευσεβής λογισμός είναι κυρίαρχος των παθών και οχι μόνον των ψυχικών οδυνών άλλα και των σωματικών αλγηδόνων.

Δ Μακ. 18,3       ἀνθ᾿ ὧν διὰ τὴν εὐσέβειαν προέμενοι τὰ σώματα τοῖς πόνοις ἐκεῖνοι, οὐ μόνον ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐθαυμάσθησαν, ἀλλὰ καὶ θείας μερίδος κατηξιώθησαν.

Δ Μακ. 18,3              Δια τούτο, επειδή παρέδωσαν εκείνοι τα σώματά των χάριν της ευσεβείας εις τας οδύνας, οχι μόνον εθαυμάσθησαν από τους ανθρώπους, αλλά χαι έγιναν άξιοι θείας αμοιβής.

Δ Μακ. 18,4       καὶ δι᾿ αὐτοὺς εἰρήνευσε τὸ ἔθνος, καὶ τὴν εὐνομίαν τὴν ἐπὶ τῆς πατρίδος ἀνανεωσάμενοι ἐκπεπολιορκήκασιν τοὺς πολεμίους.

Δ Μακ. 18,4             Εξ αιτίας αυτών ειρήνευσε το έθνος και αφού αποκατέστησαν την ευνομίαν εις την πατρίδα κατενίκησαν τους εχθρούς.

Δ Μακ. 18,5       καὶ ὁ τύραννος Ἀντίοχος καὶ ἐπὶ γῆς τετιμώρηται καὶ ἀποθανὼν κολάζεται· ὡς γὰρ οὐδὲν οὐδαμῶς ἴσχυσεν ἀναγκάσαι τοὺς Ἱεροσολυμίτας ἀλλοφυλῆσαι καὶ τῶν πατρίων ἐθῶν ἐκδιαιτηθῆναι, τότε δὴ ἀπάρας ἀπὸ τῶν Ἱεροσολύμων ἐστρατοπέδευσεν ἐπὶ Πέρσας.

Δ Μακ. 18,5              Ο τύραννος Αντίοχος και εδώ επάνω εις την γην έχει τιμωρηθή και αποθανών βασανίζεται. Οταν δεν κατώρθωσε να αναγκάση τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, να αρνηθούν το έθνος των και να απομακρυνθούν από τα ήθη των πατέρων των, τότε πλέον αφού εσήκωσε το στρατόπεδόν του από την Ιερουσαλήμ, το μετέφερεν εις την χώρα των Περσών.

Δ Μακ. 18,6       ἔλεγε δὲ ἡ μήτηρ τῶν ἑπτὰ παίδων καὶ ταῦτα τὰ δικαιώματα τοῖς τέκνοις·

Δ Μακ. 18,6             Ελεγε δε η μητέρα τω επτά παιδιών εις τα τέκνα της, εκτός των άλλων, και αυτάς τας αρετάς της·

Δ Μακ. 18,7       ὅτι ἐγὼ ἐγεννήθην παρθένος ἁγνὴ καὶ οὐχ ὑπερέβην τὸν πατρικὸν οἶκον, ἐφύλασσον δὲ τὴν ᾠκοδομημένην πλευράν.

Δ Μακ. 18,7              “εγώ έζησα παρθένος αγνή και δεν επέρασα τα όρια της πατρικής οικίας. Εφύλασσα δε την γυναικείαν ιδιότητά μου,

Δ Μακ. 18,8       οὐδὲ ἔφθειρέ με λυμεὼν ἐρημίας φθορεὺς ἐν πεδίῳ, οὐδὲ ἐλυμήνατό μου τὰ ἁγνὰ τῆς παρθενίας λυμεὼν ἀπατηλὸς ὄφις· ἔμεινα δὲ χρόνον ἀκμῆς σὺν ἀνδρί.

Δ Μακ. 18,8             δεν με διέφθειρε διαφθορεύς, που πραμονεύει εις ερημίας και εις πεδιάδας δια να διαφθείρη. Ούτε κατέστρεψε την παρθενικήν αγνότητά μου δόλιος οφς, πονηρός ανήρ. Εμεινα δε πιστή ως σύζυγος του ανδρός μου καθ’ όλον τον χονον της ακμής μου.

Δ Μακ. 18,9       τούτων δὲ ἐνηλίκων γενομένων ἐτελεύτησεν ὁ πατὴρ αὐτῶν, μακάριος μὲν ἐκεῖνος, τὸν γὰρ τῆς εὐτεκνίας βίον ἐπιζήσας τὸν τῆς ἀτεκνίας οὐκ ὠδυνήθη καιρόν.

Δ Μακ. 18,9             Οταν οι παίδες μου ενηλικιώθησαν, απέθανεν ο πατήρ των· και ήτο μακάριος, αφού έζησε, δια να απολαύση την χαράν της ευτεκνίας τα και δεν ησθάνθη τας οδύνας ατεκνιας.

Δ Μακ. 18,10      ὃς ἐδίδασκεν ὑμᾶς, ἔτι ὢν σὺν ὑμῖν, τὸν νόμον καὶ τοὺς προφήτας.

Δ Μακ. 18,10            Εκείνος, εν όσω ήτο ακόμη μαζή σας, σας εξηγούσε τον Νομον και τους προφήτας

Δ Μακ. 18,11      τὸν ἀναιρεθέντα Ἄβελ ὑπὸ Κάϊν, ἀνεγίνωσκε τε ὑμῖν καὶ τὸν ὁλοκαρπούμενον Ἰσαὰκ καὶ τὸν ἐν φυλακῇ Ἰωσήφ.

Δ Μακ. 18,11            Εδιάδαζεν εις σας από την Ιεράν Βιβλον, δια τον Αβελ τον φονευθέντα από τον Καϊν, δια τον προσφερθέντα Ισαάκ ως θυσίαν ολοκαυτώσεως και δια τον φυλακισμένον Ιωσήφ.

Δ Μακ. 18,12      ἔλεγε δὲ ὑμῖν τὸν ζηλωτὴν Φινεές, ἐδίδασκέ τε ὑμᾶς τοὺς ἐν πυρὶ Ἀνανίαν καὶ Ἀζαρίαν καὶ Μισαήλ.

Δ Μακ. 18,12            Σας ωμιλούσε δια τον ζηλωτήν Φινεές και σας ανέφερε τους ριφθέντας στο πυρ Ανανίαν, Αζαριαν και Μισαήλ.

Δ Μακ. 18,13      ἐδόξαζε δὲ καὶ τὸν ἐν λάκκῳ λεόντων Δανιήλ, ὃν καὶ ἐμακάριζεν.

Δ Μακ. 18,13            Δεν παρέλειπε να απονέμη επαίνους και στον ριφθέντα στον λάκκον των λεόντων Δανιήλ. Τον οποίον και εθεωρούσε μακάριον.

Δ Μακ. 18,14      ὑπεμίμνησκε δὲ ὑμᾶς καὶ τὴν Ἡσαΐου γραφὴν τὴν λέγουσαν· κἂν διὰ πυρὸς διέλθῃς, φλὸξ οὐ κατακαύσει σε.

Δ Μακ. 18,14            Υπενθύμιζεν ακόμη εις σας και την πρφητείαν του Ησαΐου, που λέγει· “καν δια πυρός διέλθης, φλοξ δεν θα σε καταύκαση”.

Δ Μακ. 18,15      τὸν ὑμνογράφον ἐμελῴδει ὑμῖν Δαυὶδ τὸν λέγοντα· πολλαὶ αἱ θλίψεις τῶν δικαίων, καὶ ἐκ πασῶν αὐτῶν ῥύσεται αὐτοὺς ὁ Κύριος.

Δ Μακ. 18,15            Εψαλλεν εις σας τους στίχους του Δαβίδ, ο οποίος έλεγε· “πολλαί αι θλίψεις των δικαίων και εκ πασών αυτών ρύσεται αυτούς ο Κυριος”.

Δ Μακ. 18,16      τὸν Σαλομῶντα ἐπαροιμίαζεν ὑμῖν τὸν λέγοντα· ξύλον ζωῆς ἐστι πᾶσι τοῖς ποιοῦσιν αὐτοῦ τὸ θέλημα.

Δ Μακ. 18,16            Ανέφερεν εις σας την παροιμίαν του Σολομώντος που λέγει· “ξύλον ζωής εστι πάσι τοις ποιούσιν αυτού το θέλημα”.

Δ Μακ. 18,17      τὸν Ἰεζεκιὴλ ἐπιστοποιεῖτο τὸν λέγοντα· εἰ ζήσεται τὰ ὀστᾶ τὰ ξηρὰ ταῦτα;

Δ Μακ. 18,17            Εφερεν εις επιβεβαίωσιν τον Ιεζεκιήλ, ο οποίος λέγει· “ει ζήσεται τα οστά τα ξηρά ταύτα;”

Δ Μακ. 18,18      ᾠδὴν μὲν γάρ, ἣν ἐδίδαξε Μωϋσῆς, οὐκ ἐπελάθετο τὴν διδάσκουσαν καὶ λέγουσαν· ἐγὼ ἀποκτενῶ καὶ ζῆν ποιήσω·

Δ Μακ. 18,18            Δεν ελησμόνησεν επίσης την ωδήν, που εδίδαξεν ο Μωϋσής και η οποία συμβουλεύει και λέγει· “εγώ αποκτενώ και ζην ποιήσω”.

Δ Μακ. 18,19      αὕτη ἡ ζωὴ ὑμῶν καὶ ἡ μακρότης τῶν ἡμερῶν.

Δ Μακ. 18,19            Αυτή είναι η ιδική σας ζωή και το ατελεύτητον μήκος των ημερών”.

Δ Μακ. 18,20      Ὦ πικρᾶς τῆς τότε ἡμέρας καὶ οὐ πικρᾶς, ὅτε ὁ πικρὸς Ἑλλήνων τύραννος πῦρ φλέξας λέβησιν ὠμοῖς καὶ ζέουσι θυμοῖς ἀγαγὼν ἐπὶ τὸν καταπέλτην καὶ πάσας τὰς βασάνους αὐτοῦ τοὺς ἑπτὰ παῖδας τῆς Ἁβρααμίτιδος

Δ Μακ. 18,20           Ω της πικράς εκείνης ημέρας, που δεν ήτο εν τούτοις πικρά, όταν ο σκληρός Ελλην τύραννος, άφού ήναψε πυρ κάτω από τους λέβητας, και αφού με σκληρόν και φλογερόν θυμόν ωδήγησεν στον καταπέλτην και εις όλα τα βασανιστήριά του τα επτά παιδιά της θυγατρός του Αβραάμ,

Δ Μακ. 18,21      καὶ τὰς τῶν ὀμμάτων κόρας ἐπήρωσε καὶ γλώσσας ἐξέτεμε καὶ βασάνοις ποικίλαις ἀπέκτεινεν.

Δ Μακ. 18,21            κατέστρεψε τας κόρας των οφθαλμών των, έκοψε τας γλώσσας των και με πολυειδή βασανιστήρια τα εθανάτωσε!

Δ Μακ. 18,22      ὑπὲρ ὧν ἡ θεία δίκη μετῆλθε καὶ μετελεύσεται τὸν ἀλάστορα τύραννον.

Δ Μακ. 18,22           Δι’ όλα αυτά η θεία δίκη κατεδίωξε και θα καταδιώξη ακόμη τον αλαζόνα τύραννον.

Δ Μακ. 18,23      οἱ δὲ Ἁβραμιαῖοι παῖδες σὺν τῇ ἀθλοφόρῳ μητρὶ εἰς πατέρων χορὸν συναγελάζονται ψυχὰς ἁγνὰς καὶ ἀθανάτους ἀπειληφότες παρὰ τοῦ Θεοῦ,

Δ Μακ. 18,23           Οι Αβραμιαίοι όμως νέοι όλοι μαζή με την αθλοφόρον μητέρα των, συγκαταλέγονται μεταξύ των χορών των πατέρων, αφού έλαβαν πάρα του Θεού ψυχάς καθαράς και αθανάτους.

Δ Μακ. 18,24      ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Δ Μακ. 18,24           Εις αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνας των αιώνων. Αμήν.